12/11/13

Η ψυχή μου τρέχει πιο γρήγορα από μένα, το σώμα με καθυστερεί πολύ...

Το μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ, γράφει ο Μπάμπης Δερμιτζάκης στο Lexima
 
Χωρίς εξώφυλλο
Η Ελένη Γκίκα φλερτάρει με το αστυνομικό στο τελευταίο της μυθιστόρημα
Ελένη Γκίκα, Το μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ, Καλέντης 2013, σελ. 370

Θα ξεκινήσουμε με τον τίτλο: «Το μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ».
Ο τίτλος, μαθαίνω από τον Αλέξανδρο τον εκδότη μου, πρέπει να είναι πιασάρικος για να πουλήσει το βιβλίο. Όμως ποια στοιχεία μπορούν να κάνουν πιασάρικο ένα τίτλο;
Η απάντηση στο ερώτημα σηκώνει ολόκληρη μελέτη, και εμείς εδώ ήλθαμε να μιλήσουμε για το βιβλίο της Ελένης• και το βιβλίο αυτό έχει πιασάρικο τίτλο.
Γιατί είναι πιασάρικος;
Γιατί εμπεριέχει ένα σασπένς: Τίνος ήταν τελικά το μπολερό; Μήπως ο Ραβέλ πήρε το θέμα από κανένα προκλασικό συνθέτη, ή από κανένα ανδαλουσιανό τραγούδι και το επεξεργάστηκε; Αυτό θα το μάθουμε μόνο αν διαβάσουμε το βιβλίο. Ας το αγοράσουμε λοιπόν.
Όταν το διαβάσουμε βρισκόμαστε μπροστά σε ένα εφέ απροσδόκητου. Θα μαρτυρήσω τίνος είναι το Μπολερό (η Ελένη έχει ιδίαν πείρα ότι είμαι μαρτυριάρης, αλλά πιστεύω ότι οι αναγνώστες αυτού του σημειώματος, λάτρεις της γραφής της Ελένης, θα το αγοράσουν έτσι κι αλλιώς).
«Εδώ στη Ρόδο το μπολερό δεν είναι του Ραβέλ, είναι παγωτό!» (σελ. 167).
Βέβαια «ακούμε» και το αυθεντικό μπολερό, αυτό του Ραβέλ, μέσα στο βιβλίο. Η Ελένη γράφει γι΄ αυτό:
«Κι ο Ζοσκέν ντε Πρε έχει γίνει Ραβέλ στο μεταξύ. Σε ένα ψίθυρο Μπολερό, που καταλήγει σφυριές στην καρδιά του.
Σιγά.
Λίγο πιο δυνατά
Πιο δυνατά
Δυνατά
Δυνατά
Δυνατά
Τόσο πολύ δυνατά
Που πια
Δεν τ΄ αντέχει» (σελ. 150-151).
Παρεμπιπτόντως, αυτή είναι η δομή και του Ιαπωνικού θεάτρου Νο: jo-ha-kyu, αργά, γρήγορα, πολύ γρήγορα.
Διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο:
«Είκοσι και ένας οι νεκροί.
Και δυο έγκλειστοι.
Οι πρώτοι σε νεκρομαντεία, αρχαία θέατρο, ιστορικά μνημεία. Εκεί όπου η πύλη του Άδη παραμένει ανοιχτή».
Πού βρέθηκαν τόσοι νεκροί;
Υπάρχει ένας σήριαλ κίλερ, που σκοτώνει με τον ίδιο πάντα τρόπο:
«Απ΄ τις ειδήσεις των οκτώ θα ακούσει, μαζί με όλη τη χώρα, για μια ακόμη μυστηριώδη δολοφονία σε αρχαιολογικό χώρο, με μουσική υπόκρουση βιόλας ντα γκάμπα, κάτι που επιτείνει το μυστήριο του αλλόκοτου δολοφόνου με την εμμονή στην κλασική μουσική» (σελ. 161).
Καλά, θα πει κανείς, τόσοι πολλοί νεκροί από έναν σήριαλ κίλερ; Δεν είναι καθόλου αληθοφανές.
Ας μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε στην Ελλάδα, και ένας κρατούμενος μπορεί να το σκάσει ακόμη και με ελικόπτερο μέσα από τη φυλακή και να καταζητείται για χρόνια. Τέτοια είναι η αποτελεσματικότητα των διωκτικών μας αρχών. Αλλά, παρά τη φτώχια μας, είμαστε ισορροπημένος λαός, κανείς δεν σαλτάρει τόσο ώστε να αρχίσει να διαπράττει κατά συρροή φόνους ή να αρπάξει ξαφνικά ένα όπλο και να πυροβολεί στα τυφλά και όποιον πάρει ο χάρος, όπως στην Αμερική. Ο Θεός να φυλάει όμως μην παρουσιαστεί κανείς, γιατί θα προλάβει να διαπράξει αρκετούς φόνους πριν συλληφθεί• αν βέβαια συλληφθεί, όπως δεν συνελήφθηκε αυτός του Σέιχ Σου.
Το ύφος της Ελένης είναι αφαιρετικά ποιητικό, με μικρές, κάποτε ελλειπτικές, φράσεις, όπου συχνά απουσιάζει το ρήμα, και σύντομες περιόδους. Κατά διαστήματα η ποιητική πρόζα παραχωρεί τη θέση της σε γνήσια ποίηση:
«Η ψυχή μου τρέχει πιο γρήγορα από μένα
το σώμα με καθυστερεί πολύ.

Τα ρούχα μου κουρελιάζονται
από τον πόνο της έλλειψης.
Με το κεφάλι ψηλά,
αναζητώ μια νέα ζωή…
Φεύγω.

Είμαι φωτιά κι ας μοιάζω με λάδι
που ψάχνει να πέσει στη φωτιά του.
Φεύγω.

Δείχνω ακίνητος σαν τα ψηλά βουνά.
κι όμως λίγο λίγο μετακινούμαι
προς τη στενή πύλη του Παραδείσου.

Είναι Αγαπημένος. Ρουμί» (σελ. 32).
Θα δώσουμε τώρα ένα δείγμα πεζού της ίδιας της Ελένης.
«Τι είναι αϋπνία;…
Είναι να φοβάσαι και να μετράς περασμένα μεσάνυχτα τα σκληρά και μοιραία κτυπήματα της καμπάνας, να προσπαθείς με ξόρκια ανώφελα και να αναπνέεις κανονικά• είναι ν΄ ανοίγεις τα βλέφαρα, είναι κάτι σαν πυρετός που δεν είναι πραγματική αγρύπνια• είναι να απαγγέλλεις εδάφια που έχεις διαβάσει εδώ και χρόνια• είναι να τα βάζεις με τον εαυτό σου που ξαγρυπνά όταν οι άλλοι κοιμούνται• είναι να θέλεις να βυθιστείς στο όνειρο και να μην το μπορείς• είναι ο τρόμος να ζεις και να συνεχίζεις να υπάρχεις• είναι η ακαθόριστη αυγή» (σελ. 239).
Είναι μια από τις λίγες μεγάλες περιόδους του βιβλίου, με το εφέ της απαρίθμησης.
Η εμμονή με τον Μπόρχες, με το Λαβύρινθό του, με το Άλεφ και το Μπεθ υπάρχει και σ΄ αυτό το έργο της Γκίκα.
Και σε ποια άλλα;
Ας κάνουμε κι εμείς ένα εφέ απαρίθμησης, απαριθμώντας αυτά που έχουμε διαβάσει και για τα οποία έχουμε γράψει, στο Λέξημα και στο blog μας: «Υγρός χρόνος», «Αν μ΄ αγαπάς μη μ΄ αγαπάς», «Αύριο να θυμηθώ να σε φιλήσω», «Πλήθος είμαι», «Το γράμμα που λείπει», «Αιώνια επιστροφή» και «Η γυναίκα της βορινής κουζίνας».
Και αυτό επίσης είναι ένα βιβλίο scriptible (για να χρησιμοποιήσω την προσφιλή μου διάκριση που κάνει ο Ρολάν Μπαρτ, χωρίζοντας τα βιβλία σε scriptibles και lisibles), ένα βιβλίο πάνω στο οποίο πρέπει να διαλογιστείς, ένα βιβλίο του οποίου πρέπει να συμπληρώσεις τα αφηγηματικά κενά, ένα βιβλίο τελικά το οποίο «συγγράφεις» με τη συγγραφέα κατά την πορεία της ανάγνωσης. Κλείνουμε με την ευχή να είναι καλοτάξιδο.

Μπάμπης Δερμιτζάκης