27/2/13

Ο χρόνος που αποδείχθηκε σύμμαχος



H ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ ΠΙΕΤΡΗ-ΑΥΓΟΥΣΤΗ
για το βιβλίο της EΛΕΝHΣ ΓΚΙΚΑ
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΒΟΡΙΝΗΣ ΚΟΥΖΙΝΑΣ”
στην εκδήλωση της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Κορωπίου στις 20/1/2013

Απόψε έχουμε τη μεγάλη χαρά να παρουσιάζουμε το μυθιστόρημα της κας Ελένης Γκίκα, με τίτλο: «Η γυναίκα της βορινής κουζίνας». Η χαρά μας και η συγκίνηση είναι ακόμα μεγαλύτερη που παρουσιάζεται το βιβλίο της στη γενέθλια πόλη της, (επιτρέψτε μου εγώ να την αποκαλώ Ελένη). Είναι η δική μας Ελένη. Η Ελένη της αγάπης, της φιλίας, η Ελένη της καρδιάς, της ταπεινής ψυχής, που μας τα μοιράζει όλα, τόσο απλόχερα: τη σοφία της, το στοχασμό της και ανησυχεί για την κάθε μας στιγμή. Η Ελένη, που όχι μόνο μοιράζεται, αλλά αγκαλιάζει τις έγνοιες μας και τους προβληματισμούς μας, εκφράζεται ποιητικά μέσα από λεωφόρους δύσκολες, αναζητώντας πάντα την αλήθεια, με σύμμαχο τη μεγάλη της πίστη στο Θεό και την απέραντη τρυφερότητα και αγάπη στον άνθρωπο. Εξέρχεται νικήτρια στο χρόνο, αντικρούοντας κάθε δυσκολία με τα πιο όμορφα όπλα, τα συναισθήματα της φιλίας και της ταπεινοφροσύνης.
Την Ελένη, ως αναγνώστρια την γνώρισα από το βιβλιοπωλείο που διατηρούσε για τρία χρόνια στην Βασ. Παπά στο Κορωπί. Το μυστικό μας, κάποιος ποιητής ή ένας πρωτοεμφανιζόμενος αλλά πολλά υποσχόμενος συγγραφέας. Περνούσαν στο μεταξύ τα χρόνια και όποτε συναντιόμασταν στο δρόμο, υπήρχε πάντα η ίδια αγάπη, η ίδια έγνοια, η ίδια οικειότητα. Είναι ο άνθρωπος που έβγαλε τα χειρόγραφά μου από το συρτάρι και με βοήθησε με κάθε τρόπο να τα εκδώσω. Την ευχαριστώ μέσα από την ψυχή μου. Για μας ο χρόνος αποδείχτηκε σύμμαχος, χαρίζοντάς μας μια σπουδαία φιλία, διότι η Ελένη «ξέρει και μπορεί ν’ αγαπά, ξέρει και μπορεί να γράφει, ξέρει και μπορεί να συγκινεί» όπως λέει η Μάρω Βαμβουνάκη. Με λόγια πολύ απλά, μπορείς να διεισδύσεις στο μεγαλείο της ψυχής της. Ευαίσθητη, αληθινή, ονειροπόλα, μελαγχολική με μια παιδική αθωότητα, που την κουβαλά απ’ τα γεννοφάσκια της, γιατί η απλότητα είναι δείγμα αγάπης, είναι φιλία, είναι σεβασμός στον εαυτό Σου και μετά στους φίλους σου. Γι’ αυτό η Ελένη είναι τόσο δυνατή στα αισθήματά της, γιατί είναι αληθινή και η αλήθεια σε ξεγυμνώνει, σε αφοπλίζει, σε κάνει να ονειρεύεσαι, ν’ αγαπάς, διότι ό,τι διαθέτεις στην ψυχή σου κι ό,τι εντός σου κουβαλάς αποτυπώνεις στα γραπτά σου, μέσα μας υπάρχουν οι εικόνες και τα νοήματα, με τα «δώρα του Θεού» πορευόμαστε, δώρα σπάνια που μόνο σε μια Ελένη ταιριάζουν. Ο Θεός μας δίνει τα δώρα της κάθε μέρας απλόχερα, αρκεί εμείς να τα αναγνωρίσουμε, να τα φυλάξουμε στο μέρος της καρδιάς μας. Είμαι πολύ υπερήφανη, που έχω τη αγάπη και την εμπιστοσύνη της.
Η Ελένη μας έχει δώσει πάρα πολλά βιβλία εξαιρετικής συγγραφικής δουλειάς, στο μυθιστόρημα, το διήγημα, την ποίηση, το παραμύθι.
Με το μυθιστόρημα «Η γυναίκα της βορινής κουζίνας» ξεκινάει ένα ταξίδι αυτογνωσίας και εσωτερικής αναζήτησης, ένα πολυεπίπεδο, άκρως ποιητικό βιβλίο, διότι ποίηση είναι η τέχνη να προκαλείς συγκίνηση χρησιμοποιώντας το παιχνίδι των λέξεων. Και τι θα γινόμαστε χωρίς λέξεις, χωρίς ήχο, χωρίς τραγούδια, χωρίς αισθήσεις, χωρίς δάκρυ;
Στη λιακάδα των λέξεων χαράζει το δρόμο του ο Ελύτης, καλώντας μας να τον σεργιανίσουμε μαζί.
«Στην κλεψύδρα του χρόνου χτίζει τις ρίζες.
Στο χέρι του Θεού απλώνει τα κλαδιά.
Ένα μπουκέτο μενεξέδες και ένα φύσημα Θεού
κι ανθίζει ο άνθρωπος, για να γεμίσει πέταλα
το Σύμπαν και ν’ ανθίσουν μεσ’ το χρόνο».
«Μια μπαλαρίνα στις ροζ στροφές της βάζει σε κίνηση τη μηχανή του χρόνου», γράφει η Ελένη, στην ποιητική συλλογή της «22 χρωματικές μεταμφιέσεις».
Μέσα από το χρόνο γεννιόμαστε, δημιουργούμε, μεταμορφωνόμαστε έως ότου φτάσουμε στο αποκορύφωμα της ζωής. Σαν ακροβάτες στο κενό, όμως τίποτα δεν χάνεται, μονάχα ξαναρχίζει, μαζί του ταξιδεύουμε, ερευνώντας το βαθύτερο εαυτό μας. Επίσης στη νοσταλγία που υποκινεί τη μνήμη και εξασφαλίζει την οριστική ήττα της λήθης, διότι στην πορεία όλα μεταμορφώνονται και μονάχα το όντως υπάρχον παραμένει ίδιο και αναλλοίωτο. Και η Ελένη το γνωρίζει πάρα πολύ καλά, ξέρει πώς να μεταμορφώνει τα άψυχα σε έμψυχα, να προκαλεί συγκίνηση, να αφυπνίζει συναισθήματα, να επαναφέρει μαγικές στιγμές μιας παιδικής ηλικίας, διότι η ίδια κουβαλά μια παιδική αθωότητα. Αυτό το μυθιστόρημα είναι μια περιπλάνηση στο άφθαρτο σώμα του χρόνου, μια τολμηρή κατάδυση στην ουσία της ύπαρξης, μέσα από μια διαδικασία μνήμης και αυτογνωσίας, μια πορεία ζωής που ξεκινά από το Α που είναι αρχή, άλμα και αναζήτηση, στο Ε που είναι ερημιά, έρωτας, εφηβεία, στο Μ μέλι, μαμά, μαχαίρι, στο Σ σάρκα, σταυρός και σταύρωση στο Θ που συνάντησε το θαύμα μεσ’ το θάνατο, αφουγκράστηκε το Θεό στη θύελλα, σαν ακροβάτης στο κενό, που αρχίζει πάντα, όμως τίποτα δεν χάνεται, μονάχα ξαναρχίζει πάλι και πάλι, όπως γράφει η Ελένη στις ποιητικές συλλογές της: «Άβυσσος, άλμα, άλγος, αρχίζω», «Έως, εαρινός, έρημος, έρχομαι», «Μέλι, μελό, μέλισσα, μάλιστα», «Σώμα, σταυρός, σάρκα, σταυρώθηκα», «Θύελλα, θάμβος, θόλωσα, θυμήθηκα».
Σαν σπείρα, ανοίγοντας τον κύκλο προς το άπειρο. Εκείνη η νοσταλγία για το παρελθόν, που γίνεται εικόνες, αισθήματα, αγγίγματα, μυρωδιές, που σε στηρίζει ή σε καταδιώκει.
«Συγγραφέας είναι εκείνος που κάνει αλήθεια την αλήθεια σου. Που κάνει ιστορία την ιστορία σου» είπε ο Ευγένιος Ιονέσκο.
Ουσιαστικά τα βιώματά μας υλοποιούμε. Τα εγκυμονούμε στο άπειρο, ως τη μοιραία στιγμή, που απαιτεί κυτταρική ετοιμότητα.
«Μια γυναίκα, που στέκει στο παράθυρο και κοιτά μια ζωή, πέρα από τα βουνά, είναι το πρόσωπο της μοναξιάς, που συνήθισε τόσο, ώστε πια, δεν ξέρει αν το επέλεξε ή έτσι γεννήθηκε». Το σπίτι το επέλεξε για να ‘ναι «όλα τα σπίτια μαζί». Για να μπορεί ν’ ανοίγεται στον κόσμο και να κλείνεται όποτε το επιθυμεί. Σαν παπαρούνα την άνοιξη, κάποιες φορές κι άλλες σαν σκαντζόχοιρος μέσα στ’ αγκάθια, χελώνα στο καύκαλο. Συνήθως το ημίφως της πάει. Σ’ ένα σπίτι τόσο φωτεινό, εκείνη επιλέγει ημίφως, διότι πίσω από κλειστά παντζούρια συναντάς τον αληθινό εαυτό σου, ίσως έτσι αντέχεις το είδωλό σου, τη σκιά που γυροφέρνει πλάι σου και παρασύρει αραχνοΰφαντες δαντέλες μοναξιάς και νοσταλγίας. Ίσως έτσι αντέχεις καλύτερα τους κραδασμούς της ψυχής, αισθήματα φυλακισμένα πίσω από βελούδινες κουρτίνες. «Δημιουργεί το δικό της σπλαχνικό, σκοτεινό χειμώνα μέσα στων άλλων το ανελέητο καλοκαίρι, πατώντας στο γραφείο της το βυσσινί περσικό δέντρο της ζωής. Βυθίζεται στην παιδική λαδοπράσινη αγκαλιά-πολυθρόνα, μετρά δερβίσηδες τα βράδια στην μπάντα για να κοιμηθεί. Θροΐζουν στα άσπρα – σάβανα – ρούχα οι περιστροφές. Κύκλος και ζωή, κύκλος και θάνατος, κύκλος και ιστορία». ‘Σε μιαν αφετηρία που μοιάζει με τέλος, αλλά κάτι της λέει ότι πού ξέρεις; Μπορεί να ‘ναι μόνο η αρχή’. ‘Εδώ στη κουζίνα της, μια ζωή παίζονται όλα. Χαρές και λύπες, γεννητούρια και θάνατοι, δύση και αυγή. Το πρώτο δωμάτιο που κοίταξε όταν πήραν το σπίτι, «μεγάλη κουζίνα, για να χωρά μια ζωή».
Και χώρεσε. Όλη της τη ζωή χώρεσε ετούτη η ολοδική της βορινή κουζίνα. Ο ναός της κι ο τάφος της. Η δύση της που κάποτε υπήρξε η ανατολή. «Πορτοκαλιά θα την ντύσω. Κουρτίνες, πετσετάκια, φλιτζάνια – σαν να τα λούζει όλη τη μέρα ο ήλιος. Αυτή θα είναι ο ήλιος μας, γύρω από δω θα περιστρέφεται όλη μας η ζωή». Ταμπουρωμένη σε μια κουζίνα –φυλακή, πίσω από θαμπά τζάμια καρτερίας και προσμονής, αιχμαλωτίζει τη μοίρα της, προσδοκώντας κάτι καινούργιο. Κεντάει τα όνειρά της πάνω σε λευκό χαρτί, κάθε μέρα ζει το άγγιγμα της ζωής. «Στη βορινή κουζίνα πρωτομπήκε η Ράνια όταν έφυγε ο Φώτης για Κάιρο. Χανόταν, το έβλεπα, απομακρυνόταν καθημερινά. Τότε η ανάγκη μου να της γράψω έγινε τόσο επιτακτική. Για κάποιο μυστήριο λόγο, ήμουν σίγουρη ότι τη λένε κι εκείνη Γερτρούδη. Λοιπόν, θα της γράψω, κι έτσι θα της απευθυνθώ. Σήμερα κιόλας, τη μέρα των γενεθλίων μου. Έφυγαν όλοι. Κι εγώ στην κουζίνα να φτιάχνω γενέθλιες μαντλέν, για να γιορτάσω μόνον εγώ – κι ίσως μόλις πάρει το γράμμα μου, έστω ετεροχρονισμένα και η Γερτρούδη.
Αλλά θα υπογράφω «Ουλρίκα» και θα είναι αυτό το δικό μας μικρό μυστικό. Αλλά άμμος ο Χρόνος και πάει. Έτσι όταν ο Φώτης έφυγε για το Κάιρο και τα παιδιά για το Πανεπιστήμιο και ξαναγύρισε η μοναξιά σ’ ένα σπίτι γεμάτο, τότε άρχισε να έρχεται αυτή, δειλά κάπως, μ’ εκείνο το πράσινο φόρεμα, αέρινη και απόμακρη σαν ξωτικό. «Δεν συναντήθηκαν ποτέ. Μονάχα στον καθρέφτη. Τώρα πώς γίνεται; Τα κάνει αυτά τα μαγικά ο καθρέφτης. Έξι και μία τύψεις μαζί. Εκείνη και η άλλη. Ο εαυτός και το ψεύδος. Ποιο το πρόσωπο και ποια η αντανάκλαση.
Στην ίδια γραμμή κινήθηκαν και οι δυο κι ας ισχυρίστηκαν «παραλλήλως». Στο ίδιο περιθώριο, κι ας νόμισαν «κέντρο». Το περιθώριο αποτελεί κέντρο για του καθένα τη ζωή. Με ανεπίδοτες λαχτάρες και καταχωνιασμένες επιθυμίες. Πού η αυθεντική και πού ο ρόλος; Μόνο οπτασίες, «πρόσωπα στον καθρέφτη που υπήρξαν, φαντάσματα που πρωταγωνιστούν σε μια παρωδία ζωής, άλλοτε όνειρο κι άλλοτε εφιάλτης. «Είμαστε η ίδια μας η μνήμη, εκείνο το χιμαιρικό μουσείο των μορφών που τρεμοπαίζουν, ένας σωρός καθρέφτες θρυμματισμένοι όπως στα όνειρα, πίσω από το πρόσωπο που μας κοιτάει δεν υπάρχει κανείς». Μπόρχες. Ράνια ή Γερτρούδη και Αρσινόη ή Ουλρίκα οι ηρωίδες απέναντι αλλά δίπλα, μακριά αλλά και κοντά, η μία με τα παιδιά και η άλλη με τα βιβλία παλεύουν το χρόνο, τη μοναξιά, τη ζωή, κάνουν τα δικά τους όνειρα, ζουν τη δική τους καθημερινότητα, η μία στην κουζίνα και η άλλη στο γραφείο. Η γυναίκα της βορινής κουζίνας ξενυχτά φτιάχνοντας μαντλέν, η γυναίκα στο ανατολικό γραφείο διαβάζει βιβλία, μεταφράζει Πρεβέρ, Πεσσόα. Κι ανάμεσα τους η γυναίκα στο δυτικό καθρέφτη που τις βλέπει, που την επινόησαν εκείνες, ή που υπήρξε εκείνη που τις επινοεί. Το πρόσωπο και το προσωπείο που είναι το ένα και όλα τα πρόσωπα μαζί. Κάθε μέρα ζει το άγγιγμα της ζωής, μόνο ο αγαπημένος της καθρέφτης γνωρίζει τον αγώνα που καταβάλλει για να κρατήσει κοντά της την κάθε στιγμή. Νοιώθει την ψυχή της ανάλαφρη σαν του μικρού παιδιού, έτοιμη να πετάξει στο δικό της παράδεισο, χαράζοντας το χρόνο και αναζητώντας φτερούγες για ένα ταξίδι ελεύθερης σκέψης και ελπίδας, αναδιπλώνει το παρελθόν μέσα από μισοσβησμένες σελίδες της νιότης, για να περισώσει πολύτιμες στιγμές. Βυθίζεται στα χρώματα και αναπνέει το άρωμα από τις παιδικές φωνές και τα παραμύθια: «Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων και «Πολυάννα», «Ωραία κοιμωμένη». «Απ’ τον ορίζοντα τα χρώματα δεν τελειώνουν ποτέ. Ουράνιο τόξο στης νοσταλγίας το λιλά, στης πληγής το ροδί, στης καρτερίας το τυρκουάζ, στο βυσσινί των παιδικών μας χρόνων», πεταλούδες που πλημμυρίζουν το Ουράνιο στερέωμα, χαρταετοί μικρών παιδιών, που σε τυλίγουν ως δια μαγείας να ζήσεις το παραμύθι των παιδικών σου χρόνων, φωνές, γέλια μικρών παιδιών σε χώρες των θαυμάτων, ένα άγγιγμα, ένα χάδι πάνω σε μαυρόασπρες φωτογραφίες, συνδέουν το παρόν με το παρελθόν. «Η αντανάκλαση του μέλλοντός μας έχει πάντοτε παρελθούσες ρίζες». «Ήταν ασφαλές καταφύγιό μου να θυμάμαι» θα πει η Κική Δημουλά και φαίνεται την Ελένη την στήριζε. Στο βιβλίο της: «Μετεβλήθη εντός μου ο ρυθμός του κόσμου» γράφει:
«Στα τοιχώματα ο χρόνος αλλάζει πορεία, ποτέ προς τα μπρος. Σταθερά προς τα πίσω. Κι όσες φορές κατόρθωνε σαν μεταλλική λεπίδα να σκίζει το μέλλον, ήταν για να μπορέσει να διευκολύνει το παρελθόν να ουρλιάζει στο άπειρο». Για να μη χαθεί ποτέ η κραυγή αυτής της γυναίκας στη λήθη.
Γεμίζει λευκές σελίδες με τα παράπονα και τις επιθυμίες. Ντύνεται του φόβους της με προσευχές. «Με λένε Αρσινόη και είμαι καλά. Μέσα στα κείμενα χάνεται. Γίνεται ο άλλος. Ο συγγραφέας, η ηρωίδα, ο ήρωας, το υποκείμενο, το αντικείμενο, η σκέψη, η σκιά, η μουσική, η σιωπή. Τότε μια περίεργη σιωπή κυκλώνει το δωμάτιο. Μέσα από τη σιωπή ζητάει κανείς να κλάψει, να συγχωρήσει, να αναπλάσει το δικό του είδωλο, το είδωλο της παιδικής του Ανάστασης.
«μεσ’ τα βιβλία, όλα είναι εκεί». Κι αν αυτή τα ξεχνά, υπάρχει και ο υπολογιστής. Με απεριόριστη μνήμη. Να περισώσει ό,τι έφτιαξε, ό,τι επιθυμεί διακαώς να διασωθεί.
«Με το στίχο πρέπει να δημιουργήσω το άχαρο σύμπαν μου», λέει ο Μπόρχες
«Η βιβλιοθήκη είναι μια πύλη στο χρόνο»
«Μεσ’ τα βιβλία, όλα είναι εκεί».
Στο προσκέφαλό της ο Μπόρχες που τη γιάτρεψε, την κράτησε μια νύχτα, έναν αιώνα, μια στιγμή.
Ο Ντάρελ με το «Αλεξανδρινό κουαρτέτο», Ελυάρ, Ντίκινσον, Χιουζ, Πρεβέρ, Σύλβια Πλαθ, Γιουρσενάρ, Ντοστογιέφσκι, Ελύτης, Σεφέρης, Καβάφης, Κάρεν Μπλίξεν, Αν Σέξτον. Έτσι, γέμισε όλους τους τοίχους βιβλία. «Με ασφαλίζουν, με προστατεύουν από το χάος». Η αλήθεια είναι ότι η αίσθηση και μόνο ότι υπάρχουν με κάνει να νιώθω πως με προστατεύουν, ότι μου κρατούν συντροφιά».Άλλωστε σημασία δεν έχει να διαβάζεις, αλλά να ξαναδιαβάζεις». Σημασία δεν έχουν τα γεγονότα. Τα γεγονότα δεν είναι παρά αφετηρίες για την επινόηση και τον συλλογισμό». Η συγγραφέας τολμά μια τολμηρή κατάδυση στα άδυτα της ψυχής, μια «εκ βαθέων εξομολόγηση». Είναι νύχτες που ματώνουν τα πλήκτρα και οι λεπτοδείκτες της τρυπούν την καρδιά. Αυτό το καλοκαίρι το πέρασε με το Αλεξανδρινό Κουαρτέτο του Ντάρρελ.
«Σ’ αρέσει ο Ντάρελ; Ναι, γιατί; Είναι σαν κινούμενη άμμος. Ολότελα ανοιχτός στο ενδεχόμενο. Είναι το ίδιο το ενδεχόμενο. Είναι η ίδια η ζωή». Μετράει αποστάσεις που έχει διανύσει από το χτες στο σήμερα, πνίγεται από τον ήχο μουσικής: Τσαικόφσκι και Μπαχ, Ντβόρτζακ και Ραχμάνινοφ, Πράισνερ, Θεοδωράκη, Καραΐνδρου. Κι έτσι ο χρόνος κάνει τον κύκλο του.
«Η λογοτεχνία όπως και κάθε μορφή τέχνης, ισοδυναμεί με ομολογία ότι η ζωή δεν αρκεί» η Ελένη κεντά με δεξιοτεχνία τις λέξεις. Απίστευτο το παιχνίδι με τις λέξεις. Τις πλάθει μαγικά με τη φαντασία της. «Όμως οι λέξεις εφευρέθηκαν κατ’ αρχήν ως άμυνα στην απόγνωση».
Έτσι κι αλλιώς η ηρωΐδα τις νύχτες ξαγρυπνά για να μεταφράζει Πρεβέρ ή για να φτιάχνει μαντλέν, κλαίγοντας κρυφά για την προδοσία του άντρα της, για τις κόρες της που μεγάλωσαν και τίποτα δεν τις κρατά στο σπίτι, για το γιο της τον έφηβο, που έχει χαθεί στους δρόμους της Αθήνας στις τελευταίες ταραχές. Οι δυο μαζί θα έκαναν την τέλεια εικόνα. Το είδωλο στον καθρέφτη και ο αντικατοπτρισμός του. Τόσο αντίθετες και τόσο όμοιες. Μια ζωή τόσο διαφορετική εν τούτοις τόσο πολύ ίδια και για τις δύο. Το δικό της «εσύ» είναι σαν το «εγώ». «Μόνο τα όνειρα είναι η πραγματική ζωή». Ο καθένας, όνειρο στο όνειρο ενός άλλου. Μια και μόνο μέρα του ανθρώπου περιέχει όλες τις μέρες του αιώνα, από την ασύλληπτη πρωταρχική μέρα του χρόνου που ένας τρομερός Θεός σημάδεψε τις μέρες και τις αγωνίες ως την άλλη τη μέρα που η ροή του πανταχού παρόντος γήινου χρόνου γυρνάει στην πηγή της, την Αιωνιότητα και τρεμοσβήνει στο παρόν, στο μέλλον, στο χτες, σ’ αυτό που μου ανήκει τώρα. Τελικά ο κόσμος δεν είναι αυτός που φαίνεται αλλά ένας άλλος που υπάρχει και που πρέπει εμείς να τον διακρίνουμε. Ο καθρέφτης είναι η άβυσσος αλλά και λύση στο αίνιγμα και το πλήρωμα του χρόνου, τελικά το κλειδί. Κάπως έτσι πορεύεται κανείς στη ζωή του. Αυτός και η σκιά του. Εκείνος και ο άλλος, ο αντίθετός μας, αυτός που μας συμπληρώνει. Αρκεί ο χρόνος να πάρει το χρόνο του και η καρδιά μας να μείνει ματιά ανοιχτή στην αβέβαιη φαινομενικά διαδρομή μας.
Και μόνο γιατί υπάρχει και γράφει η Ελένη, προσωπικά της είμαι ευγνώμων. Να είσαι πάντα καλά, Ελένη.
Σας ευχαριστώ πολύ όλους εσάς για την υπομονή σας και το χρόνο που διαθέσατε.

23/2/13

γιατί ο ζωγράφος άλλαξε γνώμη


"Ο γιος του δάσκαλου" του Γιάννη Ξανθούλη, εκδ. "Διόπτρα"

δημοσιεύθηκε στο diastixo.gr


«Η λαδομπογιά στον καμβά ενός ζωγραφικού έργου, όσο παλιώνει, γίνεται διάφανη. Όταν συμβαίνει αυτό, μπορείς να δεις τις αρχικές γραμμές που έθεσε ο δημιουργός. Το δέντρο φαίνεται μέσ’ από το φόρεμα μιας γυναίκας, ένα παιδί παραμερίζει για να περάσει ο μισοσχεδιασμένος σκύλος, κάποιες φιγούρες ξεπροβάλλουν πίσω από την ώχρα μιας πρόσοψης σπιτιού. Αυτό στη ζωγραφική λέγεται “pentimento”, γιατί ο ζωγράφος άλλαξε γνώμη...» Λίλιαν Χέλμαν, Τζούλια.
Με μότο που αποτελεί, τελικά, και το κλειδί του βιβλίου, ο Γιάννης Ξανθούλης υπογράφει μια ιστορία όπου εκδικείται το παρελθόν και οι νεκροί διεκδικούν τη φωνή και το δίκιο τους. Φυσικά, όλα ξεκινούν «επιστρέφοντας» – μήπως μια επιστροφή στα μυστικά και στα βασικά δεν είναι όλη η ζωή μας;
Αφηγητής, ο Νικόδημος, ένα από τα πέντε παιδιά του δασκάλου, αυτός που επέζησε μαζί με τη μεγάλη του αδελφή και τις δυο δίδυμες, εκείνος που ποτέ δεν αξιώθηκε να ονομαστεί, όπως ο χαμένος του αδελφός, «ο γιος του δάσκαλου». Έχει σπουδάσει και έχει ξενιτευθεί, εργάζεται ως επιμελητής και, υποτίθεται, έχει ξεφύγει. Επιλέγοντας μια δική του «ενσυνείδητη μοναξιά», ρίχνοντας μαύρη πέτρα σε ό,τι τον πόνεσε και τον βαραίνει. Στο μυστήριο της αυτοκτονίας του «ωραίου αδελφού», στα μυστικά της «αγίας τριάδας» με τους δυο εναπομείναντες πια ως γαμπρούς, πρώην φίλους. Εξάλλου, όταν σκοτώθηκε ο Βασίλης, την αποκήρυξαν την αυτοκτονία στο σπίτι, πρώτος ο δάσκαλος, όσο κι αν άφησε εκείνη στους πάντες και για πάντα τη βαριά της σκιά. Διεκδικώντας την ύπαρξή της σαν σχέδιο που διέγραψε ο ζωγράφος από ένα κομμάτι της πινακοθήκης του κόσμου. Έτσι, μια βροχερή μέρα θα σταθεί αρκετή για να φτάσει στα χέρια του μεσήλικα πια Νικόδημου το απαγορευμένο κομμάτι. Ένα βιβλίο σε κάποιο παλαιοπωλείο με τον κινηματογραφικό τίτλο «Γεια σας, παιδιά», που του θυμίζει ελληνικό τίτλο σε ταινία του Λουί Μαλ, θα του γυρίσει απροσδόκητα τις σελίδες του χρόνου. Και μια άγνωστή του Μαρία Ιορδάνου, που υπογράφει, μοιάζει να ξέρει καλά ό,τι αυτός και η οικογένειά του τόσα χρόνια αγνοεί. Τι συνέβη ακριβώς «και έσπασε η φλέβα» εκείνο το χάραμα στου αδελφού του το κεφάλι.
Ολόκληρο το βιβλίο είναι το χρονικό μιας επιστροφής σε ό,τι συνέβη και μας πόνεσε που το ’σβησε η μνήμη, για να μπορέσουν να επιζήσουν οι εναπομείναντες. Και ένα βιβλίο μες στο βιβλίο. Το «Γεια σας, παιδιά» της Μαρίας Ιορδάνου που, απ’ ό,τι θα ανακαλύψει, ήταν ως τότε παραμυθού, και το οποίο είναι η αλήθεια που λείπει στον χρόνο.
Πανταχού παρόντες μες στο βιβλίο θα είναι ως το τέλος οι δυο νεκροί: ο Βασίλης, που δεν άντεξε, και ο δάσκαλος, που είχε σκηνοθετήσει τα πάντα. Η κατέχουσα την αλήθεια, επίσης, μια συγγραφέας νεκρή. Κι αυτός που αξιώνεται να τη μάθει ο φυγάς-γιος, ο Νικόδημος, που τον διέσωσε τελικά «η αηδία του για το τέλειο».
Με δραματικά στοιχεία και ειρωνική αντιμετώπιση στο αμετάκλητο της ζωής, ο Γιάννης Ξανθούλης υφαίνει αριστοτεχνικά ένα γαϊτανάκι συμπτώσεων που ολοκληρώνει νομοτελειακά σχεδόν την εικόνα του κόσμου. Με υπερφυσικά πετάγματα από τον αθώο σαλό, η αιωνιότητα αποκαλύπτεται στο άδολο βλέμμα για ένα ελάχιστο της στιγμής για να ξανασυνεχιστεί αμέσως μετά η κανονικότητα της ζωής, μακριά, όμως, απ’ τον πλανήτη «Τριφύλλι» (το όνομα του χωριού). Η μοναξιά των νεκρών θα συνεχίσει με τους δικούς της κώδικες, αλλά προηγουμένως θα λάμψει το σκίτσο στο σώμα του κόσμου!
Μεγάλος μάστορας όσον αφορά τις αισθήσεις της μνήμης, ο Ξανθούλης θα ζωντανέψει τα πάντα με εικόνες και μυρωδιές, με ξεχασμένους ήχους και με αφή, με όλα εκείνα που μας χαράσσουν χαρακτήρα και υποσυνείδητο στη ζωή και στον χρόνο.
Μια ιστορία θανάτου, που μας χαρίζεται γενναιόδωρα ως ιστορία ζωής.
Ατμόσφαιρα, μυστήριο και χαρακτήρες με όρια ασαφή, τελικά, υπαινίσσονται την ενδεχόμενη λύση στο αίνιγμα.

12/2/13

Από την υποταγή, τον Φουριέ και τον Φρόυντ, ως τον Χίτσκοκ, το χαρέμι, τις Χίλιες και μια νύχτες και την χυδαιότητα.


Δημοσιεύθηκε στο diastixo.gr 

Λεξικό της Πορνογραφίας». Επιμέλεια: Φιλίπ ντι Φολκό. Πρόλογος: Ζαν-Κλωντ Καριέρ. Μετάφραση: Γιάννης Καυκιάς. Εκδ. “Καλέντη”, σελ. 795, 39 ευρώ.
Όπως γράφτηκε, είναι το πρώτο (και καλύτερο) «Λεξικό» του είδους που κυκλοφορεί στην Ελλάδα, έχει αφετηρία τις Γαλλικές Πανεπιστημιακές Εκδόσεις και πρόλογο του Ζαν Κλοντ Καριέρ.
Αποδεικνύοντας απολύτως εκείνη την περίφημη πια ρήση Μαβίλη πως “δεν υπάρχει χυδαία γλώσσα αλλά χυδαίοι άνθρωποι” και με προθέσεις σαφείς “Τούτο το πρώτο Λεξικό της Πορνογραφίας δεν αποβλέπει ούτε στον εξωραισμό ούτε στον στιγματισμό της τελευταίας. Η μόνη μας φιλοδοξία- μας πληροφορούν οι δημιουργοί- ξεκινώντας από θέσεις συχνά αντιθετικές, είναι η καλύτερη γνώση μιας πολιτισμικής πρακτικής που παραμένει ιδιωτική και περιθωριακή, αλλά της οποίας η βιομηχανοποίηση και προβολή από τα Μέσα είναι πρωτόγνωρες στις μέρες μας”, μια Διεθνής Ομάδα που αποτελείται από εκατό και πλέον Πανεπιστημιακούς συγγραφείς συγκεντρώνει σε 450 λήμματα που αποτελούν δοκίμιο, άρθρα και βιογραφικές αναφορές και τα οποία ακολουθούνται από παραπομπές σε συναφείς όρους, καθώς και βιβλιογραφικές, φιλμογραφικές και διαδικτυακές αναφορές, ό,τι άπτεται του όρου “Πορνογραφία”.
Το μέσον προσέγγισης, “η πολύμορφη πολιτισμική και καλλιτεχνική ιστορία, η πολιτική και ηθική φιλοσοφία, η κοινωνιολογία, η ανθρωπολογία, η οικονομία, το δίκαιο, η ψυχανάλυση” συνιστούν ισάριθμες αλληλοσυμπληρούμενες μεθόδους προσέγγιση ενός φαινομένου που αφορά όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες”, μη ξεχνάμε εξάλλου ότι τα πράγματα αλλάζουν, και ότι το στήθος που σκανδάλιζε τον Ταρτούφο, ο οποίος δεν άντεχε να το δει, εκτίθεται άπλετα σήμερα σε όλες τις παραλίες.
Η Πορνογραφία – όπως επισημαίνει ο Ζαν Κλωντ Καριέρ- μετατοπίζεται ασταμάτητα. Γεωγραφικά και ιστορικά.
Αλλάζει. Έτσι μπορούμε να πούμε ότι στις μέρες μας, η περιβάλλουσα ελευθεριότητά της κάνει τη ζωή τόσο δύσκολη όσο και οι αυστηρές απαγορεύσεις του παρελθόντος”.
Είναι κάπως σαν τα θανάσιμα αμαρτήματα στην κατά Δάντη Κόλαση. Ο φόνος κάποτε ήταν έσχατος διότι πολύ εύκολα ο πρωτόγονος θα μπορούσε να διαπράξει φόνο.
Η Πορνογραφία, κατά συνέπεια, φαίνεται να διαφεύγει από τον όποιον ορισμό, μοιάζει να μην επιδέχεται κανενός ορισμού ο οποίος δεν είναι διφορούμενος, συζητήσιμος ή υπερβολικά ηθικός. Γνωρίζουμε, προφανώς, καλύτερα τί δεν είναι παρά τί είναι η πορνογραφία. Διότι η πορνογραφία κινείται και εξελίσσεται. “Η Πορνογραφία χαρακτηρίζει μιαν άποψη και όχι ένα πράγμα” δήλωνε ο Στήβεν Μάρκους το 1974. Και τριάντα χρόνια αργότερα, έχουν εμφανιστεί πολλά “νέα πράγματα”.
Στόχοι του παρόντος λεξικού: Οι πολλοί ορισμοί, Η ανάδειξη του καθενός από την γεωγραφική του σκοπιά (αλλιώς είναι τα πράγματα στην Αφρική κι αλλιώς στην Ευρώπη, αλλιώς στην Αυστραλία, την Ιαπωνία κι αλλιώς στη Βραζιλία ή στην Ινδία)
Να βγει η πορνογραφία από τα όρια της σεμνοτυφίας εφ' όσον ως γνωστόν “η πορνογραφία είναι αποτέλεσμα της Ιστορίας και της Κουλτούρας του απλού γεγονότος ότι εκτιθέμεθα κι ότι μας βλέπουν”. Και τέλος, η δυνατότητα διαφυγής. Συνήθως τη συνδέουμε με τη νύχτα, το κρυφό, τη μυστικότητα. Αλλά ταυτοχρόνως είναι και αυτό που εκτίθεται στο φως και στη δημόσια θέα.
Κατά συνέπεια το Λεξικό Πορνογραφίας διερευνά όλες τις πτυχές του κόσμου μας διότι η Πορνογραφία αποτελεί, είτε το θέλουμε είτε όχι, μέρος της επικαιρότητας και του κόσμου μας.
Στις σελίδες του λεξικού υπάρχουν τέσσερα διαφορετικά είδη παραγράφων: οι θεματικές ενότητες, οι συνθετικές παράγραφοι, οι βιογραφίες και οι πρακτικοί ορισμοί.
Στους πίνακες των λημμάτων ο αναγνώστης θα συναντήσει
από τα αδιάκριτα κοσμήματα, τα αφροδισιακά και την αίσθηση, ως την ακολασία και τον αυνανισμό. Από την εργασία, την εξουσία, την επίδειξη και την εξομολόγηση, ως την ελευθεριότητα, την εκσπερμάτιση, τον εθισμό και τον ερωτισμό. Από την ηθική, την ηλικία, ως την ηδονή και την ηδονοβλεψία. Από τον Καζανόβα, το Κακό και την Κινηματογραφοφιλία, ως την Κλειτορίδα, το κλύσμα και την Κόλαση. Από τον Λακάν και την Λαγνεία, ως τον Λουδοβίκο 15ο και την Λολίτα. Από την Ουτοπία, τον Ουόρχολ και την Ολότητα, ως την Ουρολαγνεία, το Όργιο και την Ομοφυλοφιλία. Από το παπούτσι, τα παραμύθια και την παρωδία, ως την παρενδυσία, τον Προυστ, το Πορνό και την Πεολειξία. Από τον Παζολίνι, τον Πικάσο, τον πόθο και την ποίηση, ως τον πουριτανισμό, το προφυλακτικό και την προσποίηση. Από τον ρεαλισμό, την σάρκα, τις σέχτες και το σενάριο, ως τον σεξουαλικό προσανατολισμό, τον σεξουαλικό τουρισμό και το στριπτήζ. Από την ταξινόμηση, την τέχνη και τον Τειρεσία, ως την τηλεόραση, τον τρόμο, τον τύπο και την τυραννία της συνουσίας. Από την υποταγή, τον Φουριέ και τον Φρόυντ, ως τον Χίτσκοκ, το χαρέμι, τις Χίλιες και μια νύχτες και την χυδαιότητα.
Στα περιεχόμενά του, επίσης, θα βρει κανείς, από τις 120 Μέρες των Σοδόμων του Μαρκησίου Ντε Σαντ ως την Πάμελα Άντερσον. Από την Ντομινίκ Ωρύ (θυμάστε, η Ιστορία της Όμικρον), τον Χένρυ Μίλλερ και τον Φασμπίντερ, ως τον Τζακ τον Αντεροβγάλτη και την Πάρις Χίλτον. Από την βιαιοπραγία ως τη βλασφημία. Κι από την διαφήμιση ως την ερωτομανία,
Από την Μαγεία ως το μπροντέλο και το μασάζ. Από την περιέργεια ως την πορνοτοπία. Από το ταμπού ως τον ταντρισμό και την τροπολογία.
Οι συγγραφείς των λημμάτων, Καθηγητές Κοινωνιολογίας, Φιλοσοφίας, Ιατρικής, Σεξολογίας, Πολεοδομίας, Σύγχρονης Ιστορίας, Οικονομίας, ως Συντηρητές μουσείων, καλλιτέχνες και εκπαιδευτικοί.





Από την Αρχαιότητα ως το Βυζάντιο και την Κρίση

Δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό “Η Ιστορία Σήμερα” (τεύχος 9 Φεβρουαρίου 2013, μαζί με το έθνος)


Όταν ο κόσμος μας έγινε Χριστιανικός (312- 394 μ.Χ) του Πωλ Βεν. Μετάφραση: Γιώργος Καράμπελας. Εκδ. “βιβλιοπωλείον της Εστίας”, σελ. 200, 23 ευρώ.

Ένα από τα αποφασιστικά γεγονότα της δυτικής αλλά και της παγκόσμιας ιστορίας συνέβη το 312 στην αχανή Ρωμαική Αυτοκρατορία”. Ο αρχαιολόγος και ιστορικός συγγραφέας του βιβλίου ξεκινά απ' εκείνο ακριβώς το γεγονός, δυο χιλιάδες χρόνια μετά, όταν ένας από τους συναυτοκράτορες και “ήρωας αυτής της θαυμαστής ιστορίας”, ο Κωνσταντίνος, μετά από ένα όνειρο (“εν τούτω Νίκα) ασπάστηκε τον Χριστιανισμό. Και μάλιστα σε μια εποχή όπου μόλις ένα 5 ή 10% του πληθυσμού της Αυτοκρατορίας (που ήταν συνολικά περίπου εβδομήντα εκατομμύρια) ήταν χριστιανοί!
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ” γράφει ο Τζ. Μπ.Μπέρυ (και επισημαίνει ο συγγραφέας στο πρώτο κεφάλαιο) “ότι η θρησκευτική επανάσταση που έφερε ο Κωνσταντίνος το 312 υπήρξε ίσως η πιο τολμηρή ενέργεια που διέπραξε ποτέ ένας απόλυτος άρχοντας, αψηφώντας και περιφρονώντας ό,τι σκεφτόταν η μεγάλη πλειονότητα των υπηκόοων του”.
Το βιβλίο στο σύνολό του προσπαθεί να απαντήσει σε ένα και μοναδικό ερώτημα που άλλαξε την ροή της ιστορίας, το πώς ο κόσμος μας, δλδ, έγινε από παγανιστικός, χριστιανικός. Αποφεύγοντας τις εύκολες και πρόχειρες ερμηνείες, εξετάζοντας τις παραμέτρους της ιδιοφυίας του Κωνσταντίνου του Μεγάλου ενδεχομένως να συλλάβει το πνεύμα της εποχής και τον χριστιανισμό σαν μια ξεχωριστή θρησκεία που ανανέωσε εις βάθος το θρησκευτικό συναίσθημα, ξαναπαίρνει την ιστορία, βήμα βήμα και με ανάγλυφο τρόπο, σχεδόν απ' την αρχή.
Στις σελίδες του εξετάζονται σε βάθος τα πάντα ή σχεδόν τα πάντα. Τα επί μέρους κεφάλαια, ενδεικτικά: Κωνσταντίνος: ο σωτήρας της ανθρωπότητας. Ένα αριστούργημα: ο χριστιανισμός. Ένα ακόμα αριστούργημα: η Εκκλησία. Το όνειρο της Μουλβίας Γέφυρας, η πίστη του Κωνσταντίνου και η μεταστροφή του. Μικρά και μεγάλα κίνητρα της μεταστροφής του Κωνσταντίνου. Ο Κωνσταντίνος “πρόεδρος” της Εκκλησίας. Ένας διττός αιώνας: η παγανιστική και χριστιανική Αυτοκρατορία. Ο χριστιανισμός κλυδωνίζεται, κατόπιν θριαμβεύει. Μια μερική και ανάμεικτη κρατική θρησκεία και η μοίρα των Εβραίων. Για να καταλήξει σε δυο κεφάλαια με τα εξής ερωτηματικά: Υπάρχει η ιδεολογία; Και έχει η Ευρώπη, τελικά, χριστιανικές ρίζες; Εξετάζοντας κατά βάσει και το αν υπάρχουν ρίζες στην Ιστορία.
Ο Πωλ Βεν, κορυφαίος Γάλλος φιλόλογος και ιστορικός, γεννήθηκε το 1930 Ο Πωλ Βεν (Paul Veyne), Γάλλος αρχαιολόγος και ιστορικός, γεννήθηκε το 1930 στην Αιξ-αν-Προβάνς. Σπούδασε στην Ecole Normale (1951-1955) και δίδαξε στην Ecole francaise de Rome (1955-1957) και στο πανεπιστήμιο της γενέτειράς του. Το 1971 δημοσίευσε το πρώτο δοκίμιό του για την επιστημολογία της ιστορίας "Comment on ecrit l'histoire". Από το 1975 ως το 1999 δίδαξε ρωμαϊκή ιστορία στο College de France, του οποίου παραμένει ομότιμος καθηγητής. Τo 1978 δημοσιεύτηκε το δοκίμιό του "Foucault revolutionne l'histoire", που εξετάζει τη σημασία του έργου του Φουκώ για την επιστήμη της ιστορίας (περιλαμβάνεται στο "Ο Μισέλ Φουκώ και οι ιστορικοί", Νήσος 2008). Στα ελληνικά έχουν εκδοθεί τα βιβλία του “Ο ελληνικός ευεργετισμός” (Ζαχαρόπουλος), “Οι Έλληνες πίστευαν στους μύθους τους” (Ζαχαρόπουλος), “Τα μυστήρια του γυναικωνίτη” (Αλεξάνδρεια, 2008), ενώ αναμένεται να εκδοθεί από την Εστία και τα “Sexe et pouvoir a Rome" (Tallandier 2005) και "L'Empire greco-romain" (Seuil 2005).



Βρετανική πολιτική και προπαγάνδα στον ελληνοιταλικό πόλεμο” της Μαρίνας Πετράκη. Εκδ. “Πατάκη”, σελ. 333, 19 ευρώ.

Στις σελίδες του, η Ελλάδα και η Βρετανία τις παραμονές του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, από τις ελληνοβρετανικές σχέσεις και την “Τετάρτη Αυγούστου” μέχρι τις βρετανικές εγγυήσεις και αντιδράσεις. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, από την Ελλάδα και τη Γαλλία στον πόλεμο, τον “Χειμερινό” και τον “Κεραυνοβόλο” πόλεμο ως τον τορπιλισμό της Έλλης. Ο Ψυχολογικός Πόλεμος, το βρετανικό Υπουργείο Πληροφοριών και ο ρόλος του στην Ελλάδα. Η “Μάχη τη Αγγλίας” και η κατάσταση στην Ελλάδα, ως τον ελληνικό αγώνα και τη βρετανική πολεμική προσπάθεια στα μετόπισθεν. Κεντρικός άξονας, η ανάγκη παραμονής της Ελλάδα στη βρετανική σφαίρα επιρροής, οι αόριστες υποσχέσεις και οι “υπερτιμημένες” προσδοκίες των Ελλήνων.
Μελέτη η οποία βασίζεται κυρίως σε ανέκδοτο βρετανικό αρχειακό υλικό και επιχειρεί να παρουσιάσει μια άλλη διάσταση της άσκησης της βρετανικής πολιτικής στη χώρα μας τις παραμονές και κατά τη διάρκεια του ελληνοιταλικού πολέμου, μέσα από ένα “παιχνίδι” εντυπωσιασμού, υποσχέσεων και προπαγάνδας. Παράλληλα στο βιβλίο εξετάζεται το ιστορικο- πολιτικό και στρατιωτικό πλαίσιο της ευρύτερης περιοχής της Ευρώπης εκείνη την εποχή και όπως αυτό διαμορφώθηκε με τις παρεμβάσεις ή τις απαρχές της βρετανικής πολιτικής και παρουσίας.
Η Μαρίνα Πετράκη είναι Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Κεντ στη Σύγχρονη Ευρωπαική Ιστορία. Σπούδασε Ευρωπαική Ιστορία στο Open University της Αγγλίας. Είναι επισκέπτης ερευνητής στο Κέντρο για τη Μελέτη της Προπαγάνδας και τον Πόλεμο του Πανεπιστημίου του Κεντ. Στα επιστημονικά της ενδιαφέροντα συμπεριλαμβάνονται η μελέτη της πολιτικής προπαγάνδας ως μέσου μαζικής πειθούς και η καθιέρωσή της ως ισχυρού όπλου κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Το βιβλίο της “Ο μύθος του Μεταξά: Δικτατορία και προπαγάνδα στην Ελλάδα” έχει μεταφραστεί από τα αγγλικά και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις “Ωκεανίδα”.


Η τριλογία του φασισμού” του Κάρλο Λουκαρέλι. Μετάφραση: Μαρία Σπυριδοπούλου, Τόνια Τσίτσοβιτς. Εκδ. “Κέδρος”, σελ. 412, 19.50 ευρώ.

Σ' ένα περιβάλλον πολιτικής αστάθειας, βίας και διαφθοράς, τρεις διαφορετικές σκοτεινές αστυνομικές υποθέσεις με ήρωα τον επιθεωρητή Ντε Λούκα, αποτελούν την “Τριλογία του φασισμού”: “Εν λευκώ”, “Ένα μουντό καλοκαίρι” και “Το μπουρδέλο της οδού Όκε”.
Στο “Εν λευκώ”, η ιστορία εκτυλίσσεται τον Απρίλιο του 1945 στη Βόρεια Ιταλία. Ο Μουσολίνι και οι υποστηρικτές του έχουν αποσυρθεί στο Σαλό. Η κατάσταση, τεταμένη λίγο πριν το αναπόφευκτο τέλος. Το φασιστικό καθεστώς κλυδωνίζεται επικίνδυνα και ο επιθεωρητής Ντε Λούκα ερευνά την υπόθεση του γοητευτικού νεαρού Βιτόριο Ρέιναρντ που είναι μέλος του Φασιστικού Κόμματος.
Στο “Ένα μουντό καλοκαίρι”, της ίδιας χρονιάς, ο επιθεωρητής Ντε Λούκα θα βρεθεί ξαφνικά επικηρυγμένος. Το όνομά του σε μια μαύρη λίστα με ονόματα φασιστών της Δημοκρατίας του Σαλό και μέσα σ' ένα εχθρικό και περιβάλλον με νέους λαικούς ηγέτες και σκληροπυρηνικούς αντιστασιακούς, πολιτικές σκοπιμότητες και προσωπικές φιλοδοξίες, θα προσπαθήσει να βγάλει άκρη και να κρατηθεί στη ζωή.
Το μπουρδέλο της οδού Όκε εκτυλίσσεται τον Απρίλιο του 1984 στην Μπολόνια κι ενώ η Ιταλία ετοιμάζεται για τις δεύτερες και καθοριστικές για τις πολιτικές εξελίξεις, βουλευτικές εκλογές. Σ' αυτή την τεταμένη ατμόσφαιρα ο επιθεωρητής Ντε Λούκα, θα αναλάβει την υπόθεση μιας δολοφονίας σ' ένα μπουρδέλο της οδού Όκε. Το θύμα, ένας νεαρός κομμουνιστής που βρέθηκε κρεμασμένος και κάποιοι επιδιώκουν να κλείσουν την υπόθεση ως αυτοκτονία. Ο Φασισμός αποτελεί ούτως ή άλλως μια σκοτεινή, νουάρ ως συγγραφικό φόντο, και άκρως αστυνομική εποχή. Το παιχνίδι θύτη- θύματος είναι καθημερινότητα εξ ου και η επιλογή. Σε ένα βιβλίο που σκιαγραφεί με εξαιρετικό τρόπο εκείνη τη σκοτεινή εποχή.


Γιατί το Βυζάντιο” της Ελένης Γλύκατζη- Αρβελέρ. Εκδ. “Μεταίχμιο”, σελ. 296, 14.90 ευρώ.

Απόσταγμα, σχεδόν βιωματικό, από την πολύχρονη διδασκαλία μου στη Σορβόννη, το πόνημα αυτό απευθύνεται σε όσους από τους Νεοέλληνες ταλανίζονται με το πρόβλημα της ελληνικής ιστορικής συνέχειας και στους ξένους (κυρίως τους Δυτικοευρωπαίους και τους Αμερικάνους βλαστούς τους) που αρκούνται στην επιλεκτική γνώση του παρελθόντος τους, άσχετα από κάθε ιστορική πραγματικότητα και με μόνο μέλημα τη δικαίωση μιας σύγχρονης πολιτικής προσέγγισης, που υπαγορεύουν συμφέροντα και ενδιαφέροντα, ξένα συχνά από την ιστορία και το αντικείμενό της”. Με σαφήνεια, όσον αφορά τις προθέσεις, γράφει στον πρόλογό της η πρώτη γυναίκα πρόεδρος του τμήματος Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννη, Βυζαντινολόγος Ελένη Γλύκατζη – Αρβελέρ. Και στο βιβλίο, χρησιμοποιώντας κείμενα- κλειδιά, αναλύει όλα εκείνα τα επιτεύγματα που αναδεικνύουν το Βυζάντιο ως την πρώτη ευρωπαική αυτοκρατορία και που εξηγούν το πολιτισμικό μεγαλείο του και την ασυνήθιστη για παγκόσμια δύναμη μακροβιότητά του.
Στις σελίδες του, εκτενής “Ιστορική ανασκόπηση” από την ίδρυση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, τους σταθμούς στην Ιστορία του Βυζαντίου και την Κωνσταντινούπολη, από τον ένα Κωνσταντίνο στον άλλο. Οι περιοχές της Ρωμανίας (Κωνσταντινούπολη και Μικρά Ασία, Μακεδονία και Θεσσαλονίκη, Μεσόγειος). Αλλά και Κράτος και Εκκλησία (Βασιλεύς και Βασιλεύουσα, Βασιλεία και Ιεροσύνη και Ορθοδοξία), το Βυζάντιο και οι ξένοι (βυζαντινοί πολίτες και ξένοι υπήκοοι, ο γειτονικός κόσμος, λαοί του Ευξείνου Πόντου και Βυζάντιο, Βυζάντιο και Δύση). Στον επίλογό της, η ιστορική ενοχή και το Μεταβυζάντιο. Αυτό το “πάλι με χρόνια με καιρούς”, η ανάσταση δηλαδή του γένους και της Πόλης που διατρέχει ως τραυματική εμπειρία όλη τη νεοελληνική ιστορία ως σχεδόν σήμερα. Υπενθυμίζοντας πως χάρη στις διάφορες αναγεννήσεις που γνώρισε το χιλιόχρονο Βυζάντιο, διέσωσε τα κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας που οι διανοούμενοί του διέδωσαν στη Δύση. Και θεωρώντας “καθήκον των μελετητών της πρώτης ευρωπαικής αυτοκρατορία να αποκαταστήσουν την αξία των βυζαντινών κατορθωμάτων, πολιτικών και πολιτισμικών, στη θέση που τους ανήκει και τους πρέπει. Αυτό και μόνο αποτελεί απλή απόδοση ιστορικής δικαιοσύνης”.


H ανάδυση μιας δύσκολης μνήμης” της Οντέτ Βαρών- Βασάρ. Εκδ. “βιβλιοπωλείον της Εστίας”, σελ. 230, 15 ευρώ.

Και στο ερώτημα αν το Ολοκαύτωμα είναι ένα ζωτικό ζήτημα για τον ευρωπαικό πολιτισμό, για την ευρωπαική συνείδηση, πρέπει να απαντήσουμε θετικά, διότι κάθε πολιτισμός οφείλει να στοχάζεται ό,τι έλαβε χώρα μες στο δικό του πλαίσιο – αλλιώς θα καταστεί ένα αποτέλεσμα τυχαιότητας, ένα ανάπηρο πρωτόζωο που θα εξοκείλει, ανίκανο, προς το χάος. [...] Το Ολοκαύτωμα αποτελεί αξία, διότι μέσα από απροσμέτρητη οδύνη, μας οδήγησε σε απροσμέτρητη γνώση: και έτσι περικλείει ένα απροσμέτρητο ηθικό περιεχόμενο”.
Με μότο, απόσπασμα από τον Ίμρε Κέρτες και το βλέμμα προσηλωμένο “στο τραυματικό γεγονός της γενοκτονίας των Εβραίων, που σχεδιάστηκε από τους ναζί και εκτελέστηκε από τους ίδιους και τους συνεργάτες τους στο μέσον του 20ου αιώνα στην καρδιά της Ευρώπης σημαδεύοντας για πάντα την ευρωπαική ιστορία” η συγγραφέας υπογράφει δέκα επτά κείμενα προσεγγίζοντας το ζήτημα της γενοκτονίας από διάφορες πλευρές. Λαμβάνοντας υπ' όψη της τις τοποθετήσεις ιστορικών κοινωνιολόγων, ψυχαναλυτών και πολιτικών επιστημόνων. Επτά κείμενα αναφέρονται στην εξόντωση των Ελλήνων Εβραίων, επιχειρώντας ένα ερμηνευτικό σχεδίασμα τόσο της εκτόπισης όσο και της σιωπής που επακολούθησε. Με την Θεσσαλονίκη να πέφτει το ιδιαίτερο βάρος.
Στη διαλεκτική της μνήμης παρεμβάλλονται κείμενα και της στρατοπεδικής λογοτεχνίας, όπως του Πρίμο Λέβι (για την εβραική μνήμη) και του Χόρχε Σεμπρούν (για τη μνήμη των πολιτικών κρατουμένων).
Η Οντέτ Βαρών- Βασάρ είναι ιστορικός. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο Νεοελληνικό Ινστιτούτο του Πανεπιστημίου της Σορβόννης και διδάσκει ιστορία στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο. Είναι μέλος της Εταιρείας Μελέτης Νέου Ελληνισμού “Μνήμων” και υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Μελέτη Ελληνικού Εβραισμού. Έχει συνεργαστεί με το Ίδρυμα του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου. Διοργάνωσε σεμινάριο για τη στρατοπεδική λογοτεχνία στο Εβραικό Μουσείο Ελλάδος (2011, 2012) και συμμετέχει στα ετήσια σεμινάρια του μουσείου για τη διδασκαλία του Ολοκαυτώματος. Το 2005 τιμήθηκε με τη διάκριση του Ιππότη του Τάγματος των Γραμμάτων και των Τεχνών από τον Υπουργό Πολιτισμού της Γαλλίας.


Ψωμί παιδεία ελευθερία” του Πέτρου Μάρκαρη. Εκδ. “Γαβριηλίδης”, σελ. 323. 19.27 ευρώ.

Προηγήθηκαν τα μυθιστορήματα “Ληξιπρόθεσμα δάνεια” και “Περαίωση”. Το “Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία” του Πέτρου Μάρκαρη, είναι το τρίτο μυθιστόρημα της “Τριλογίας της Κρίσεως”.
Στα “Ληξιπρόθεσμα δάνεια” ο δολοφόνος σκοτώνει τραπεζικούς και ανθρώπους του χρήματος και η Αθήνα γεμίζει αφίσες που προτρέπουν όσους χρωστούν να μη πληρώνουν τις δόσεις των δανείων τους και των πιστωτικών καρτών τους. Στην “Περαίωση” εκείνος που υπογράφει ως “φοροεισπράκτορας” αρχίζει να σκοτώνει φοροφυγάδες! Στο καινούργιο του μυθιστόρημα με φόντο και κοινωνικό άξονα και πάλι την κρίση, ο συγγραφέας ξεκινά από μια χρονική υπέρβαση, στήνει την ιστορία του αρχές Ιανουαρίου του 2014 με την Ελλάδα να έχει γυρίσει στη δραχμή. Σ' αυτό το σκηνικό- δλδ σε μια Ελλάδα της φτώχειας, των άστεγων και της αναστολής πληρωμών, όπου όλοι ζορίζονται και ο αστυνόμος Χαρίτος με το σπίτι του- κάποιος αρχίζει να σκοτώνει επώνυμα πρόσωπα από τη γενιά του Πολυτεχνείου! Πολιτικός σε κάθε του έκφραση ο συγγραφέας (όπως και ο συμπαθής αστυνόμος του που έχει τα χόμπι του τα λεξικά), αναγνωρίζεται δικαίως απ' όλους στον Νότο σαν “ο ανατόμος της κρίσης”. Μνημόνιο, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Περαίωση και Ληξιπρόθεσμα αναλύθηκαν θεωρητικά και στην πράξη, η ατμόσφαιρα της Αθήνας ζωντανεύει και ό,τι μας βρίσκει “ιδεολογικά” ερμηνεύεται. Η Ιστορία είναι πάντα παρούσα, με όλες τις συνέπειες στην καθημερινή αλυσίδα, οι νέοι όπως σε κάθε εποχή οργανώνονται και η τρομοκρατία διαθέτει πρόσωπα χίλια. Οι παλιοί φίλοι συναντούνται σεβόμενοι τον χρόνο που τους σεβάστηκε και ο ένας τον άλλον: “Τώρα, για πρώτη φορά, καταλαβαίνω ποια είναι η διαφορά μου με τον Λάμπρο Ζήση. Δεν είναι ούτε πολιτική ούτε ιδεολογική. Περιμέναμε και οι δυο μας το ραντεβού με την Ιστορία σε διαφορετικές γωνίες, αλλά επειδή το ραντεβού μάς κρέμασε, και εμάς τους δυο και την Ελλάδα, πιάσαμε την κουβέντα και τα βρήκαμε. Η διαφορά βρίσκεται στο ότι ο Ζήσης μπορεί και διατυπώνει πολύ πιο σωστά αυτά που και εγώ σκέφτομαι, αλλά κομπλάρω και δε μου βγαίνουν”. Αυτό ακριβώς που επιτυγχάνει με τις ιστορίες του ο συγγραφέας. Να καταλάβουμε την συνέχεια της κρίσης και να αντιληφθούμε στις εξάρσεις τους, τα χειρότερα σενάρια.