31/1/11

Α, να ξέραμε πόσο χάρτινοι είμαστε!

...Κοιτάχτηκαν ίσια στα μάτια με επίγνωση. Έμειναν μαρμαρωμένοι σε μια τελευταία τρυφερή συνεννόηση, με πλήρη συνείδηση, ανασυνθέτοντας για λίγο μια επιτύμβια αναθηματική σκηνή. Το πανάρχαιο ανάγλυφο ζωντάνεψε στιγμιαία, πετάχτηκε ολόγλυφο από την πλάκα του προτού βυθιστεί οριστικά από κάτω. Πρόλαβε ωστόσο να δει ο ένας στο βλέμμα του άλλου το νεύμα του αποχαιρετισμού. 'Ύστερα ο καθένας γλίστρησε εκεί όπου όφειλε να βρεθεί...”


...Γιατί οι άτακτοι μονόλογοι φτάνουν πάντα μόνο μέχρι ένα σημείο, κι όλοι γνωρίζουν πως, άμα οι άνθρωποι μιλούν πολύ, έχουν κάτι που δεν θέλουν να ξεστομίσουν. Μόνο όταν έχεις μοιραστεί ατέλειωτες ώρες κοινής σιωπής, η σκέψη γίνεται διάφανη κι ο λόγος, επιτέλους, περιττός...”


...Πόσες μορφές μπορεί να πάρει ο έρωτας, δεν είμαι εγώ που θα απαριθμήσω. Έχουν πολλοί συλλογιστεί πάνω σ' αυτό, ποιητές, φιλόσοφοι και τυχοδιώκτες, δώσαν ονόματα, σκόρπισαν σάρκα, κυνήγησαν σαν γνήσιοι χαμένοι ό,τι δεν βρίσκεται πουθενά παρά στο σύντομο τραγούδι ενός στιγμιαία μαγεμένου από μια ανόητη μορφή, από μια παρουσία. Τόσοι καταπιάστηκαν με την απώλεια, με την οδύνη του πόθου, με τις ατέλειωτες εκκεντρικότητές του, τα βίτσια ή τις ιλαρότητές του. Λες και δεν στάθηκε αρκετή η δύναμή του, ολόγυμνη, λες και ο πόθος για ένα άλλο πρόσωπο, υγιής, ανεμπόδιστος, ολοκληρωμένος, δεν είναι κιόλας από μόνος του μια τραγωδία. Αυτός ο παραλογισμός, στην ευτυχή του εκδοχή, κατάφερε να αυτονομηθεί, να γίνει λόγος ύπαρξης και να διαφεντεύει όποιους απλά δέχτηκαν να αναλώσουν μια περιττή ζωή μες στο μυστήριό του. Πόσοι μπορούν να ισχυριστούν άραγε πως είχα για μοναδικό σκοπό- έστω για λίγο καιρό, μια και οι μακροχρόνιοι προορισμοί δεν είναι του σκαριού μας- αυτήν τη στράτευση;...”


...Πάντα είναι δύσκολο να παρακολουθήσεις την καθημερινότητα των ανθρώπων. Συνήθως την παραχαράσσουν οι ίδιοι με τα μικροτεχνάσματα που βρίσκουν προκειμένου να ντύσουν με γοητεία την κοινοτοπία της...”


...Τίποτα δεν είναι αυτονόητο σ' έναν κόσμο με πάθη θνητά...”


...Δεν πρέπει να υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει γνωρίσει κάποια στιγμή τον γνωστό αιφνιδιασμό: τη ζωή να τον προσπερνάει...”


ΒΙΛΗ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ “Το παιχνίδι με τα αξεσουάρ” (Εκδ. Μελάνι). ΕΞΟΧΟ αλλά ΕΞΟΧΟ!


Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου 2011 στον Ιανό

ώρα 19.00

Το βιβλίο της Βίλη Κανελλοπούλου “Το παιχνίδι με τα αξεσουάρ” παρουσιάζουν η Ελένη Γκίκα και ο Γιάννης Μπασκόζος. Αποσπάσματα διαβάζει ο Γεράσιμος Γενατάς.

26/1/11

Στενεύει η αγάπη, άραγε?



ΕΡΑΣΤΗΣ ΣΚΥΛΟΣ


Ήταν γραπωμένος στη φούστα της

διέκρινε στα μαύρα μάτια του όλη την αγωνία

μάτια πιστά, εξαρτημένα

μ' όλη την πίκρα της ανάγκης του.

Αυτή το Φως,

Αυτή, Νερό

Αυτή, η αρχέγονη Πείνα του'

μια λαιμαργία υπαρξιακή

γι' αυτό το πεταμένο κόκαλό της

για ένα της κόκαλο

δαντέλα έγινε στη φούστα της

κι αυτή να επιμένει

στενός κορσές” πως είναι.

Στενεύει η αγάπη, άραγε;

Τη σκέψη της να φύγει

την κατάλαβε από τον κυματισμό

τη μύρισε στην μπροστινή της πιέτα

σαν να σφύριξε ούριος άνεμος

τώρα θα τον αφήσει με τη φούστα σαν πανί

να βολοδέρνει.

Και αυτή γυμνή

ούτε το ύφασμα

ούτε και το παράσιτο,

αυτά τα πιστά μαύρα

αναγκεμένα μάτια

σαν του δαρμένου σκύλου.


Το γράμμα που λείπει, “Άγκυρα”


Το ποίημα δημοσιεύθηκε στο βιβλίο “Τα ποιήματα του 2009” της Κοινωνίας των (δε)κάτων, σε επιλογή- επιμέλεια της Μαρίας Κυρτζάκη και της Παυλίνας Παμπούδη, εξαιρετικές ποιήτριες και με τιμά η επιλογή τους η οποία ήταν και ένα ξάφνιασμα για μένα. Το ποίημα ήταν από ποιητική συλλογή στα προσεχώς, και το έβαλα στο Γράμμα που λείπει, κυριολεκτικά, την τελευταία στιγμή. Μόνο σε μένα αρέσει, και μ' αρέσει πολύ. Ήταν ένα ποίημα από τις... “Σοκολάτες”, έτσι την έλεγα την συλλογή για να παρηγορηθώ όταν έπρεπε να κόψω τις σοκολάτες, αλλά ούτε τις σοκολάτες έκοψα ούτε και τον τίτλο κράτησα, επικρατέστερος για την ώρα “Η γυναίκα με τις μάσκες” (εντάξει και... Σοκολάτες). Και μάλλον αυτός θα είναι, δεν αλλάζω τίτλο εύκολα, στους τίτλους είμαι λιγάκι... εμμονική. (Και όχι μόνον).



ΡΩΓΜΕΣ ΣΕ ΣΩΜΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ


Το γράμμα που λείπει

γεύση από λύπη

αφή που χάθηκε

αφού οι ρώγες στα δάχτυλα κάηκαν

κι ούτε δαχτυλικό αποτύπωμα πια

στη ζωή μου απ' το κορμί σου

μονάχα μια εξορία- ξενιτιά

κι ο πόνος, ακαθόριστη οδύνη

Κι όμως κάποτε πέρασε απ' τη ζωή μου η ηδονή

κι είχε το πρόσωπό σου

Κάποτε είχα σώμα, ψυχή

πέρασες και το πήρες φεύγοντας

κι εκεί που ήταν κάποτε

χέρια, πόδια και στήθη

τώρα μόνον ρωγμές πια και μυικοί πόνοι.


Αλήθεια αν ξαναρχόσουν

πώς θα σε γνωρίσω;



Δημοσιεύθηκε στο “Ποιητικό ημερολόγιο 2011” (Εκδ. Ιωλκός) για το Σάββατο 14ης Μαίου). Επίσης, από το “Γράμμα που λείπει”). Και ευχαριστώ τον Γιάννη Κορίδη και τον Γιάννη Πλαχούρη θερμά.

17/1/11

"Αυτό, λοιπόν, είναι η λογοτεχνία, αν θες να μάθεις: το αίμα των γεγονότων”



ΚΩΜΩΔΙΑ” του Αχιλλέα Κυριακίδη. Εκδ. “Πόλις”, σελ. 63, € 9


Είστε ο κύριος Δ.Χ; Υπό άλλες συνθήκες, θ' απαντούσε αμέσως, η ερώτηση ήταν εύκολη, εντός ύλης, την είχε διδαχθεί' τώρα, όμως, σαν να 'χε υποστεί μιαν ακραία κρίση ταυτότητας, έδωσε λίγο χρόνο στο μυαλό του να κοντοσταθεί, να συγκαλέσει τους νευρώνες του, να εντείλει μιαν εξίσου άγνωστη φωνή να πει Ναι”.

Ζούμε ένα όνειρο μέσα σε όνειρο”, σαιξπηρικός, μπορχικός, καφκικός μα πάνω απ' όλα απαράμιλλα... Κυριακιδικός, ο Αχιλλέας Κυριακίδης, μεγάλος στυλίστας, στη καινούργια του νουβέλα “Κωμωδία” συγκεντρώνει όλη την ανθρώπινη κωμωδία μέσα σε ένα λογοτεχνικό παιχνίδι που θυμίζει την Αλίκη και τους Καθρέφτες.

Ο ήρωάς του Δ.Χ. Δημόσιος υπάλληλος άχρωμος κι άοσμος κατ' αρχάς, διανοούμενος χωμένος στα βραβειάκια του και στις κρυφές προδοσίες του κατόπιν, βαλκανιολόγος που μασά τα λόγια του και άλλα λέει κι άλλα εννοεί στη συνέχεια και μετανάστης φυγάς εκ Πρεμετής τελικά, ζει όπου ζούμε αλλά με την δυνατότητα των πολλαπλών διαδρομών που εξασφαλίζει για τους ήρωες, τον συγγραφέα αλλά και για τον αναγνώστη η λογοτεχνία.

Αυτό, λοιπόν, είναι η λογοτεχνία, αν θες να μάθεις: το αίμα των γεγονότων, είπε ο Δ.Χ. κι έφερε το χέρι δίπλα στο δεξί του φρύδι, εκεί όπου θα μπορούσε να είναι μια μικρή ουλή αλλά δεν ήταν”.

Τα σταθερά, σ' αυτήν την ως κινούμενο άμμο, τελικά, ιστορία του κόσμου, μια ουλή στο πρόσωπο, ένα αμάξι που καίγεται, ο Παπαδημητρακόπουλος άλλοτε άνθρωπος κι άλλοτε δρόμος, φυσικά ο Δ.Χ. που αλλάζει πρόσωπο και προσωπείο σαν το φίδι τα πουκάμισα και βεβαίως ο τηλεφωνητής. Απειλητικός στην αρχή, ως το άγνωστο που πάντα τρομάζει και ενοχλεί και άκρως γελοίος και σαρκαστικός στο φινάλε.

Το μεγάλο ζητούμενο, οι χρόνοι του ρήματος ζω, “θέλεις να ζήσεις” και “αν θέλεις να έχεις ζήσει” όπου και βρίσκεται το... κουμπί και το κλειδί και ο όντος χρόνος. Πάντα αεί υπάρχον και αενάως κινούμενο παρελθόν, μέλλον ως χαμαιλέων, Αλλά ποτέ θεικό ή έστω ανθρώπινο, στο φινάλε, παρόν. Παρά μόνον, στον χάρτινο ήρωα ή στην χάρτινη ιστορία.

Δεν θα μάθουμε ποτέ τι σκατά νομίζουμε ότι κάναμε κοιτάζοντας μπροστά, τι σόι ζωή πιστέψαμε ότι έστρωναν για μας τόσες επαναστάσεις, τόσοι θάνατοι, πολλοί νεκροί ρε φίλε, όποιος πρόλαβε έζησε, αυτά έλεγε ο καθηγητής Φιλοσοφίας της Ιστορίας μια νύχτα που ο Δ.Χ. τον κοίταζε από τα ρηχά μιας ήπιας μέθης και σώπαινε σιωπή μεγάλη, τη νύχτα που απ' το διπλανό δωμάτιο η Αριάδνη τον κρυφάκουσε να λέει Κι αυτή η συνείδηση να θέλει να πει όχι, μια φορά να πει όχι αλλά πού, έρχεται αυτό το γαμημένο ναι που δεν το καταδέχονται ούτε οι υποσημειώσεις, κι ύστερα τη φωνή του Δ.Χ. Που δεν την είχε ξανακούσει έτσι απότομα νηφάλια, Ναι αλλά η μεγάλη λογοτεχνία γράφτηκε με τα ναι,...”

Κινηματογραφικός, παιγνιώδης, είρων, σαρκαστικός και αυτοσαρκαστικός, ατμοσφαιρικός, αινιγματικός, ανατρεπτικός, αλληγορικός, ο συγγραφέας κατορθώνει μέσα σε μόλις 61 σελίδες να περικλείσει όλη την ανθρώπινη παρελθούσα και πρόσφατη, κοινωνική, ψυχολογική και υπαρξιακή μας ιστορία. Την πεμπτουσία της λογοτεχνικής ικανότητας να δίνει σχήμα και υπόσταση στην άβυσσο, να βάζει σε τάξη το χάος.

Μια ιστορία που γίνεται η ιστορία που θέλετε. Με αίνιγμα που απαιτεί την... λυτική, μορφοποιητική, καταλυτική, ματιά του εκάστοτε αναγνώστη του.



ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:

Ο Αχιλλέας Κυριακίδης γεννήθηκε το 1946 στο Κάιρο. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Έχει εκδώσει δώδεκα βιβλία με διηγήματα, μικρά πεζά και δοκίμια (κινηματογραφικά και φιλολογικά), έχει γράψει τρία σενάρια που γυρίστηκαν σε ισάριθμες κινηματογραφικές ταινίες μεγάλου μήκους, και έχει σκηνοθετήσει επτά ταινίες μικρού μήκους σε δικά του σενάρια.

Το 2004 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για τις “Τεχνητές αναπνοές”, το 2007 με το Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης, για τη μετάφραση των πεζογραφικών “Απάντων” του Χόρχε Λουίς Μπόρχες (στην οριστική έκδοση των Ελληνικών Γραμμάτων) και με το “Διεθνές Βραβείο Καβάφη Μετάφρασης, στο πλαίσιο των Καβάφειων 2007, και το 2009 με το Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης Γαλλόφωνης Λογοτεχνίας του ΕΚΕΜΕΛ, για τη μετάφραση του μυθιστορήματος “Στο cafe της χαμένης νιότης” του Πατρίκ Μοντιανό.

Κυκλοφορούν πάνω από σαράντα πέντε μεταφράσεις του έργων συγγραφέων όπως οι Μπόρχες, ο Περέκ, Ροθ, Σεπούλβεδα, Φουέντες, Κενό, Φραμπέτι κ.ά.

Έχει γράψει τα βιβλία: “Τεχνητές αναπνοές”, “Ο καθρέφτης του τυφλού”, “Μικρή περιοχή”, “Διαφάνεια”,

Ο Ναπολέων Αστός σε νέες περιπέτειες”,

Στοιχεία ταυτότητος”, “Η συνέχεια επί της οθόνης”,

Ο πληθυντικός μονόλογος”, “Διεστραμμένες ιστορίες”¨,

Μουσική” και “Ψευδομαρτυρίες”.



Ελένη Γκίκα

Δημοσιεύτηκε στο Έθνος της Κυριακής

10/1/11

Ο,ΤΙ ΑΞΙΖΕΙ, ΟΥΤΕ ΠΟΥΛΙΕΤΑΙ, ΟΥΤΕ ΑΓΟΡΑΖΕΤΑΙ, ακόμα επιμένω!



Μόλις άκουσα το θέμα, το πρώτο που σκέφτηκα είναι ότι σίγουρα κάποιος μου κάνει πλάκα! Αμέσως μετά μού πέρασε από το νου ότι ίσως και αυτό να θέλει να μας πει η ζωή. Να μας φέρει αντιμέτωπους με το... τραύμα μας, δλδ. με τους δαίμονές μας! Για να μην τρώω τον χώρο όμως, που είναι χρήμα κι αυτό, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, επιγραμματικά κάπως. Η πρώτη... οικονομική προσβολή έγινε εν τη γεννέσει μου κιόλας! Θερμοκοιτίδα εγώ, και “αποκλείεται να γίνει ετούτο παιδί”, η μάδερ χάλι μαύρο (έζησε δόξα τω Θεώ) και όπως καταλαβαίνετε με είχαν ξεχάσει οι πάντες! Η μόνη που θέλησε να με δει ήτο η συνονόματη γιαγιά μου (πεθερά της μαμάς). “Ας ζήσει τουλάχιστον αυτό να μας μείνει και η περιουσία της μάνας!” η ιστορική πια φράση- πληγή που άντεξε τόσο στον χρόνο.

Η δεύτερη προσβολή συνέβη στη πρώτη δημοτικού, όταν η μαμά κατάλαβε ότι προκειμένου να μ' αγαπούν χάριζα γόμα, μολύβι, ζακέτα και κασετίνα. Με βουτά απ' το μανίκι και μια και δυο στη δουλειά του μπαμπά, να τον δω ταλαιπωρημένο για να καταλάβω πώς βγαίνει η κασετίνα που χαρίζω! Θυμάμαι ακόμα εκείνη τη κοντινή- μακρινή σκηνή: τον τεράστιο φιόγκο κάτω από τα λουστρίνι παπούτσια, τον όρκο πως δεν θα το ξανακάνω! Το μόνο που δεν ξανάκανα, φυσικά, ήταν να ζητήσω ή να δεχθώ χαρτζιλίκι! Έτσι μεγάλωσα, σαν θιγόμενη μαρκησία, αρνούμενη και στις μεγαλύτερες απενταριές, να ζητήσω ή να συζητήσω για χρήμα.! Εξάλλου ό,τι αξίζει, ούτε πουλιέται, ούτε αγοράζεται! Αλλ' έτσι (ξε)πουλώντας τζάμπα το ό,τι δικό μου και σε φτηνή έως μηδενική τιμή, όπως αντιλαμβάνεστε, όλοι νόμιζαν ότι ήταν και... τζάμπα πράγμα! Και μάλιστα σε μια εποχή όπου όλοι το αποδέχονται πια ότι “θρησκεία είναι το χρήμα!”

Πριν από δύο χρόνια η ζωή τα 'φερε να αναμετρηθώ και πάλι με τον... εχθρό. Από το “Μαγικό Κουτί” για “Το βιβλίο του Κακού” μου ζητήθηκε να γράψω και το δικό μου “αμάρτημα” στα κατά Δάντη θανάσιμα αμαρτήματα κι αυτό που μου έπεσε ήτο η... Σπατάλη! Μπορείτε να φανταστείτε, θαρρώ, το... εγκεφαλικό! Από δω το 'φερα απ' εδώ , απ' εκεί, έγραψα για το “σπαταλώ-τη-ζωή-μου” και το ζεύγος Φιτζέραλντ. Και τώρα το... Χρήμα! Τι να πω, ότι παρά τα παθήματα, επιμένω: ό,τι αξίζει, ούτε πουλιέται ούτε αγοράζεται, δεν έχει τιμή κι όλα τ' άλλα...


Ελένη Γκίκα


Το θέμα ήτο το... χρήμα, δημοσιεύθηκε στη FAQ 9/12/2010

7/1/11

Μια ιστορία είναι μόνο. Η ιστορία σου. Η ιστορία μου.



«ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΓΕΝΕΘΛΙΩΝ» του Τεντ Χιουζ, Μετάφραση/ Εισαγωγή/ Σημειώσεις: Γιάννης Αντιόχου, Εκδ. «Μελάνι»

«Σηκώνω το κεφάλι μου-
μήπως και συναντήσω τη φωνή σου.
μ’ όλο το πιεστικό της μέλλον
που ξέσπασε πάνω μου.
Ύστερα κοιτάζω πίσω
στο βιβλίο με τις τυπωμένες λέξεις.
Είσαι δέκα χρόνια νεκρή.
Μια ιστορία είναι μόνο.
Η ιστορία σου. Η ιστορία μου».
Ποιητική συλλογή που λειτουργεί πια στα όρια του μύθου, εφόσον και τα δύο εμπλεκόμενα πρόσωπα συνεχίζουν μια διαλεκτική πέρα απ’ τον χρόνο. Και μεταξύ τους και με τον αναγνώστη. «Τα γράμματα γενεθλίων» του Τεντζ Χιουζ που κυκλοφόρησαν απ’ το «Μελάνι» δεν είναι άλλο από «την ιστορία της» και «την ιστορία του». Την ιστορία της Σύλβια Πλαθ, της ποιήτριας που αυτοκτόνησε μετά από τον χωρισμό της και τη σχέση του με την Άσια Γκάτσμαν Γουέβιλ και βραβεύτηκε με Πούλιτζερ μετά τον θάνατό της. Την ιστορία του που, παρά το τεράστιο ποιητικό του μέγεθος, η ζωή και το όνομά του σημαδεύτηκε από μια διπλή αυτοκτονία: της Σύλβια και της Άσια. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Μονάχα που η Άσια επέλεξε να πάρει μαζί και την κόρη τους.
Η καταδικαστική απόφαση των φεμινιστριών και υπέρμαχων της ποιητικής της Πλαθ (ιδιαίτερα στη γενέτειρά της, την Αμερική) ότι τη «σκότωσε», φαίνεται να συνέβαλε στην απόφαση του Τεντ Χιουζ να ζήσει, σχεδόν μια ζωή… γράφοντάς της. «Ογδόντα οκτώ ποιήματα μνήμης, αγάπης, τρυφερότητας, στοργής, χαράς, προσδοκίας, οργής, βίας, μανίας, σπαρακτικής οδύνης, γοτθικού τρόμου, δαιμονολογίας και δαιμονοληψίας, γητέματος, βασκανίας». Όπου ο Χιουζ «σπάζοντας τη σιωπή του αναφορικά με την Πλαθ, γράφει μια μεγάλη ποίηση του Έρωτα και του Θανάτου».
«Στο ευρύ κοινό- σημειώνει η συγγραφέας Σώτη Τριανταφύλλου στο Επίμετρο του βιβλίου- έγινε γνωστός ως Δαφνοστεφής Ποιητής στην υπηρεσία της βασιλικής αυλής, ως καταραμένος και «ένοχος» σύζυγος της Αμερικανίδας ποιήτριας Σύλβια Πλαθ, ως συγγραφέας βιβλίων για παιδιά, αλλά κυρίως ως ποιητής με το σπάνιο χάρισμα να ζωντανεύει τον φυσικό κόσμο, να εμφυσά ψυχή στα ελώδη τοπία και τα άγρια ζώα της αγγλικής ενδοχώρας». Ωστόσο «αναγνωρίστηκε ως ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της γενιάς του, που δεν περιορίστηκε στα βρετανικά σύνορα».
«Ο Χιουζ είναι ο υμνωδός του τίποτα, γιατί είναι βαθιά μεταφυσικός ποιητής- γράφει ο Γιάννης Αντιόχου στην εισαγωγή του.- Μέσα στα «Γράμματα γενεθλίων», αυτό γίνεται απόλυτα κατανοητό. Είναι αινιγματικός, μ’ έναν πολύπλοκο τρόπο, φιλοσοφικός, τρομοκρατικός, απόκοσμος».
Τα «Γράμματα Γενεθλίων» είναι, εντέλει, μια προσωπική εξήγηση, αλλά ταυτόχρονα και το χρονικό μιας διπλής ζωής. Που ξεκινώντας από τα «μακριά, κυματιστά μαλλιά της» σε «μια φωτογραφία των υποτρόφων του Ιδρύματος Φουλμπράιτ» (Οι υπότροφοι του Ιδρύματος Φουλμπράιτ), διανύει μια τεράστια διαδρομή με «Πίστη», «Βόλτα στο φεγγάρι», «Το Παρίσι σου» με «Μάλλινο πλεκτό ροζ φόρεμα» και «Το μπλε φανελένιο ταγιέρ», για να καταλήξει στο «Κόκκινο». Διότι:
«Όταν πέρασε τελικά το δικό σου/ το δωμάτιό μας ήταν κόκκινο».
Και πέρασε το δικό της. Έτσι, αυτή η ποιητική συλλογή είναι το «Δωμάτιο της Κρίσης». Διότι «Η βελούδινη μακριά φαρδιά σου φούστα, είναι αιμάτινος επίδεσμος,/ ένα μεστό κρασί Βουργουνδίας./ Τα χείλη σου ένα βαμμένο, βαθύ κόκκινο./ Εκστασιαζόσουν απ’ το κόκκινο./ Το ένιωσα άγριο- σαν τις ξεραμένες άκρες μιας γάζας/ σε μια πληγή που πήζει. Μπορούσα ν’ αγγίξω/ την ανοιχτή φλέβα εκεί μέσα, την σκεπασμένη με κρούστα λάμψη».
Εξάλλου, ποτέ τους δεν έπαψαν να μιλά ο ένας στον άλλον: «Δέκα χρόνια μετά το θάνατό σου/ συνάντησα σε μια σελίδα του ημερολογίου σου, όπως ποτέ άλλοτε,/ την έκπληκτη χαρά σου…»
Κι εκείνος, απ’ ότι φαίνεται, για μια ολόκληρη ζωή, δεν έχει πια επιλογές: «Σηκώνω το κεφάλι μου- μήπως και συναντήσω τη φωνή σου,/ μ’ όλο το πιεστικό της μέλλον/ που ξέσπασε πάνω μου. Ύστερα κοιτάζω πίσω/ στο βιβλίο με τις τυπωμένες λέξεις./ Είσαι δέκα χρόνια νεκρή. Μια ιστορία είναι μόνο./ Η ιστορία σου. Η ιστορία μου».
Το αποτέλεσμα, ένα βιβλίο που σε βοηθά να κατανοήσεις την ζωή και τον θάνατο. Τον έρωτα. Που συνεχίζεται και όταν έχει χαθεί ο ένας από τους δυο. Με τρόπους παράδοξους και περίεργους. Με προδοσίες και με φυγές, με ενοχές και βασανιστικές αμφιβολίες.
«Ένα καταραμένο, αιματοβαμμένο βιβλίο ποίησης, ένα σωματικό βιβλίο ποίησης, ένα εγχειρίδιο θανάτου, επικίνδυνο ίσως για αναγνώστες με ευάλωτο ψυχισμό», όπως επισημαίνει ο μεταφραστής του Γιάννης Αντιόχου.
Αλλά έτσι ή αλλιώς ένας μεγάλος έρωτας είναι και ρίσκο, και ιστορία για γερά νεύρα. Πόσο μάλλον όταν αυτός ο έρωτας γίνεται ποίηση.

ΜΙΚΡΟ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ:
Ο ποιητής γεννιέται στην κωμόπολη Μύθολμροιντ του Γιορκσάιρ, από τον Γουίλιαμ Χέντρι και την Ιντιθ Χιουζ.
Το 1945 γράφει τα πρώτα του ποιήματα. Το 1946 δημοσιεύει το πρώτο ποίημα στο σχολικό περιοδικό.
Το 1950 εισάγεται στο Κέμπριτζ για να σπουδάσει Αγγλική Φιλολογία. Το 1953 στρέφεται στην Ανθρωπολογία και την Αρχαιολογία.
Το 1956 συναντά την Σύλβια Πλαθ, με την οποία θα συνδέσει εφόρου ζωής, τη ζωή του. Το 1962 γνωρίζει την Άσια, τη γυναίκα του ποιητή Ντέιβιντ Γουέβιλ, χωρίζει με την Σύλβια Πλαθ, η οποία ένα χρόνο αργότερα, αυτοκτονεί.
Το 1964 γίνεται λέκτορας στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, το 1965 εκδίδει την ποιητική συλλογή «Αριελ» της Πλαθ. Το 1969 αυτοκτονεί η ερωμένη του Άσια, το 1972 εγκαθίσταται στην εξοχή και γίνεται αγρότης, το 1974 τιμάται με το Βασιλικό Χρυσό Μετάλλιο Ποίησης.
Το 1984 ανακηρύσσεται «δαφνοστεφής ποιητής» του Βασιλικού Οίκου της Αγγλίας, το 1997 αποφασίζει την έκδοση του βιβλίου «Γράμματα Γενεθλίων».
Πεθαίνει στις 28 Οκτωβρίου του 1998 από λευχαιμία.


Έχει ξανανέβει στο Golem, συγχωρείστε με αλλά απόψε ήθελα αυτό...

3/1/11

Ο,τι αξίζει...


Ο χωματένιος άνθρωπος γίνεται τίποτα και κερδίζει τα πάντα. Στερείται, αγωνίζεται, ασκείται και ζει την πληρότητα των μακαρισμών. Ετοιμάζεται να αναγνωρίσει τον Θεό”...

Αυτή την χρονιά, μπορεί τα λαμπιόνια να ήταν λιγότερα, αλλά γιατί μου φαίνεται τώρα ότι το φως είναι πιο εσωτερικό;

Τα δέντρα ίσως να ήταν εκείνο το παλιό, που ξεθάψαμε απ' την ντουλάπα, αλλά γιατί όλο αυτό μου φαίνεται σαν ένα κομμάτι ζωής που διαρκεί;

Αναζητώντας εξ αρχής πια τα αυτονόητα, που χάθηκαν στο δρόμο, στο άπλετο φως, στο λάιφ στάιλ και στα φο μπιζού, ξαναγυρνάμε σε ό,τι αξίζει, που- ούτε πουλιέται ούτε και αγοράζεται-, δεν γίνεται χρηματιστηριακή φούσκα, ούτε ευρωομόλογιο, δεν κινδυνεύει από καμία υποτίμηση γιατί δεν είναι μετρήσιμο, κι αυτό είναι η ίδια αυτή καθ' αυτή η Ζωή.

Μ' αυτό έγραψε σε μια πέτρα τη λέξη “Άγριος” και έσβησε το “Ρ”. Στο Άγιον Όρος έρχεται κανείς άγριος και γίνεται άγιος, ενώ στον κόσμο παραμένει το πρώτο. Όλος ο αγώνας μας σ' αυτόν τον κόσμο είναι να διαγράψουμε το “Ρ”.

Μητροπολίτης Μεσογαίας Νικόλαος σε ένα παλιό του βιβλίο φωτεινό σαν άστρο. Κι ας είναι ο αγώνας μας για εκείνο το “Ρ” σε όλο το 2011 που θα 'ρθει! Γιατί ό,τι αξίζει σε εκείνο το “Ρ” κρύβεται, παραμορφωτικό, μεταμορφωτικό.

Καλό κι Ευλογημένο 2011, λοιπόν! Με τα ελάχιστα εκείνα που αντέχουν στον Χρόνο.


ΥΓ. Δημοσιεύτηκε στο Έθνος της Κυριακής


Καλή κι Ευλογημένη Χρονιά σε όλους μας!