25/2/10

Όλη μου η ζωή δεν ήταν παρά προσδοκία, μια αναμονή ετούτης της στιγμής

“ο έρωτας όμως και η ψυχική γαλήνη ούτε πουλιούνται, ούτε αγοράζονται”

“Αμαρτία είναι ό,τι δεν είναι αναγκαίο και απαραίτητο. Κι αν έχω δίκιο, τότε ολόκληρος ο πολιτισμός μας, απ' την αρχή μέχρι το τέλος, στηρίζεται στην αμαρτία”.

“ΘΥΣΙΑ” του Αντρέι Ταρκόφσκι. Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου. Εκδ. “Νεφέλη”, σελ. 187, € 20

Στα καθ' ημάς, μεταφράστηκε απ' τα Γερμανικά (έκδοση του 1987), το 1990 εκδόθηκε. Σε ένα βιβλίο που συνδυάζει πολλά: Καθαρή αφήγηση (η ταινία ως νουβέλα), σενάριο (όλοι οι διάλογοι και οι σκηνές, καρέ- καρέ) και σημειώσεις του ίδιου του σκηνοθέτη ο οποίος στην συγκεκριμένη ταινία είναι και ο σεναριογράφος. Η “Θυσία” γυρίστηκε στη Σουηδία ταινία το 1986 και σάρωσε τα βραβεία στις Κάννες. Κύκνειο άσμα του ποιητή σκηνοθέτη Αντρέι Ταρκόφσκι (γεννήθηκε το 1932) που πέθανε την ίδια χρονιά στη Γαλλία από Καρκίνο.
Ως ιδέα, υπήρχε μέσα του, όπως αποκαλύπτει στο τέλος του βιβλίου, πριν και από τη “Νοσταλγία”. Αυτή η έννοια της Αιώνιας Επιστροφής και η Θυσία ως ανατρεπτική πάντων των Κακών. Επί του προκειμένου, ο Αλεξάντερ, ο ήρωάς της, δημοσιογράφος, συγγραφέας και Καθηγητής Λόγου στο Πανεπιστήμιο, θυσιάζει τα πάντα- καίει το σπίτι του, εγκαταλείπει τον γιο του που λατρεύει, αποφασίζει να μην ξαναμιλήσει ποτέ- για να αποτρέψει τον επερχόμενο πυρηνικό όλεθρο.
Εμβληματικές φιγούρες, ο Όττο ο ταχυδρόμος, ως άγγελος, θείος απεσταλμένος, η ταπεινή Μαρία η μάγισσα, το βουβό αγόρι. Σκηνή που θα μείνει αλησμόνητη και ανεπανάληπτη, το ξερόκλαδο που ανθίζει. Η άποψη του Ταρκόφσκι για τον πολιτισμό “αμαρτία είναι ό,τι δεν είναι απαραίτητο, ο πολιτισμός μας όλος είναι αμαρτία” που τον καθιστά προφήτη. Το όνειρο του Αλεξάντερ που στη συνέχεια ήταν ακριβώς η δολοφονία του Πάλμε (στο ίδιο ακριβώς σημείο, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο), η ανυπέρβλητη φράση “ο έρωτας όμως και η ψυχική γαλήνη ούτε πουλιούνται, ούτε αγοράζονται”, η μοίρα του ήρωα που υπήρξε κοινή για τον ταρκοφσκικό ηθοποιό που ήταν να τον υποδυθεί, αλλά και για τον δημιουργό τον ίδιο. Οι απόψεις Όττο για την “αιώνια επιστροφή”: “Να, μερικές φορές βλέπω κάτι μπροστά μου, το φαντάζομαι δηλαδή, κάτι σαν αυτή την ανόητη “αιώνια επιστροφή”, ξέρεις. Εδώ ζούμε, εδώ έχουμε τις έγνοιες μας. Ελπίζουμε. Και κάτι περιμένουμε. Ελπίζουμε, απελπιζόμαστε, πλησιάζουμε στο θάνατο. Ναι. Και τελικά πεθαίνουμε. Και ύστερα ξαναγεννιόμαστε, χωρίς όμως να ξέρουμε ότι έχουμε ξαναζήσει. Και τότε όλα ξαναρχίζουν, φτού κι απ' την αρχή! Φυσικά δεν είναι ακριβώς τα ίδια, κατά κάποιο ελάχιστο τρόπο διαφέρουν... Η απόγνωση όμως είναι η ίδια. Και ούτε ξέρουμε το γιατί. Ναι, Ή μάλλον, όλα είναι ακριβώς τα ίδια, σαν να βλέπουμε την επόμενη παράσταση. Αστείο, ε;”
“Σμιλεύοντας τον χρόνο” ο “γλύπτης του χρόνου” όπως ονομάστηκε ο Ταρκόφσκι, αξιώθηκε την αιωνιότητα στο αλληγορικό, ούτως ή άλλως, παρ' ότι ποτέ δεν το αποδέχθηκε, υπερβατικό τεράστιο αυτό έργο. 'Ενα βιβλίο που μπορεί να σου αλλάξει σίγουρα τη ζωή. Ατμοσφαιρικά μαγικό, διαλεκτικά ποιητικό, με αρχετυπικούς ήρωες και άχρονο χρόνο. Ανοιχτό σε πολλαπλές αναγνώσεις. Με την Μεγάλη Συνάντηση να υπαινίσσεται και να βιώνεται στο φινάλε: “Αυτό περίμενα όλη μου τη ζωή. Όλη μου η ζωή δεν ήταν παρά προσδοκία, μια αναμονή ετούτης της στιγμής”.
Κι αν σας θυμίζει Μπόρχες, όλοι οι μεγάλοι δημιουργοί, μάλλον, αξιώνονται της αυτής αλήθειας, εν τέλει.

YG. Ταρκόφσκι, Θυσία, ε ναι, πάλι...

YG2: “... Σου δίνω ό,τι έχω και δεν έχω, θα εγκαταλείψω την αγαπημένη μου οικογένεια. Θα χαλάσω το σπίτι μου και θα στερηθώ το παιδί μου. Θα βουβαθώ. Δεν θα ξαναμιλήσω ποτέ πια σε κανέναν. Θ' αφήσω πίσω μου τα πάντα, ό,τι με συνδέει με τη ζωή. Φτάνει να τα ξαναφτιάξεις όλα όπως ήταν πριν, όπως ήταν σήμερα το πρωί κι χθες. Και να πάρεις μακριά μου αυτόν τον θανάσιμο, ζωώδη τρόμο που με βασανίζει. Ναι, όλα θα τ' αφήσω! Κύριε, βοήθησέ με. Κι εγώ θα κρατήσω το λόγο μου!” (Από την προσευχή του Αλεξάντερ. Που εισακούστηκε).

22/2/10

Αιώνια Επιστροφή

... Στην Παραλία

(Μια συννεφιασμένη μέρα του καλοκαιριού. Βλέπουμε μια επίπεδη, άδενδρη όχθη. Πίσω απλώνονται λιβάδια. Λίγο αριστερά μια πεσμένη σχεδόν ξύλινη καλύβα, δίπλα στο νερό. Σε μια στενή λουρίδα χορταριασμένης γης, ανάμεσα στο δρόμο και την παραλία, ο Αλεξάντερ φυτεύει ένα ξερό δέντρο στη γη. Θόρυβοι: τα κρωξίματα των γλάρων).

ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ: Τώρα μπορείς να έρθεις και να με βοηθήσεις, μικρέ. Κάποτε, πριν από πολύ πολύ καιρό, φαντάσου, ζούσε ένας γέρος μοναχός σε κάποιο ορθόδοξο μοναστήρι. Πάμβε τον έλεγαν. Κι αυτός φύτεψε πάνω σ' ένα βουνό ένα ξερό δέντρο, σαν αυτό εδώ. Και πρόσταξε το μαθητή του, τον μοναχό Ιωάννη Κολόβ, να έρχεται να το ποτίζει κάθε μέρα μέχρι να ζωντανέψει ξανά. Δώσε μου λίγες πέτρες από κει...

(ο μικρός του γιος μπαίνει απ' τ' αριστερά στην εικόνα, πλησιάζει τον πατέρα κι αρχίζει να σωριάζει πέτρες γύρω απ' τον κορμό).

ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ:... σηκωνόταν λοιπόν ο Ιωάννης κάθε πρωί πριν χαράξει, γέμιζε έναν κουβά νερό κι έπαιρνε το δρόμο για το βουνό. Ανέβαινε στην κορφή, πότιζε το ξερό κούτσουρο και το βραδάκι, όταν είχε πια σουρουπώσει, ξαναγύριζε στο μοναστήρι. Κι αυτή η δουλειά κράτησε τρία χρόνια. Αίφνης όμως, μια ωραία μέρα φτάνει ψηλά στο βουνό και τι να δει! Όλο του το δέντρο γεμάτο μπουμπούκια! Ό,τι και να πει κανείς, αυτή η μέθοδος, αυτό το σύστημα κρύβουν κάποιο μεγαλείο. (Θόρυβοι: τα κρωξίματα των γλάρων, πέτρες που χτυπούν μεταξύ τους). Ξέρεις, μερικές φορές μονολογώ και λέω: αν αποφάσιζε κανείς να κάνει καθημερινά την ίδια ακριβώς πράξη, την ίδια ώρα, κάθε μέρα, σαν είδος τελετουργίας, απαράβατα, συστηματικά, κάθε μέρα την ίδια ώρα, τότε ο κόσμος θ' άλλαζε. Κάτι μέσα στον κόσμο θ' άλλαζε, δεν μπορεί. Ας πούμε ότι κάποιος ξυπνάει κάθε πρωί στις επτά ακριβώς, πηγαίνει στο μπάνιο, παίρνει ένα ποτήρι, το γεμίζει νερό κι ύστερα το αδειάζει στην τουαλέτα. Τίποτ' άλλο....”

(Ο Όττο, ο ταχυδρόμος, μπαίνει με το ποδήλατό του απ' τ' αριστερά στην εικόνα)....

ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ: Δεν έχω τα γυαλιά μου. Μπορείς να μου το διαβάσεις;

ΟΤΤΟ: “Ευχές για γενέθλια καλού φίλου. Στοπ... σφίγγουμε στην αγκαλιά... μεγάλο Ριχάρδο,... σπουδαίο πρίγκιπα... Μύσκιν... Στοπ. Ο Θεός να σου δίνει... Ευτυχία, Υγεία, Γαλήνη, Στοπ... Οι αιώνια πιστοί σου Ριχαρδιανοί και Ηλίθιοι. Στοπ”.

“Ο Θεός να σου δίνει ευτυχία”. Τι σχέση έχεις με το Θεό... άραγε;

ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ: Φοβούμαι πως δεν έχω καμιά απολύτως. Γιατί ρωτάς;

ΟΤΤΟ: Ναι, ναι, δεν πειράζει. Είσαι γνωστός δημοσιογράφος. Γράφεις κριτικές θεάτρου και λογοτεχνίας. Διδάσκεις Αισθητική στο Πανεπιστήμιο.

ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ: Ε, η θηλιά σου! Εμπρός, τρέχα να την πιάσεις!

ΟΤΤΟ: Και δοκίμια! Ακόμα και δοκίμια γράφεις! Όλα όμως με την ίδια κι απαράλλαχτη μελαγχολία!

ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ: Τι εννοείς “μελαγχολία”, ε;

ΟΤΤΟ: Να, δεν πρέπει να στενοχωριέσαι τόσο πολύ, αυτό εννοώ. Δεν πρέπει να λαχταράς. Δεν πρέπει να περιμένεις, αυτό είναι το πιο σημαντικό. Κανείς δεν πρέπει να προσδοκά τίποτα.

ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ: Τι σημαίνει “να μην προσδοκά τίποτα”; Ποιός σου είπε ότι εγώ κάτι περιμένω;

ΟΤΤΟ: Αφού όλοι κάτι περιμένουμε. Πάρε εμένα για παράδειγμα. Όλη μου τη ζωή την πέρασα περιμένοντας. Όλη μου τη ζωή είχα την αίσθηση ότι βρίσκομαι σε κάποιο σταθμό τρένου. Και πάντα μου φαινόταν ότι αυτό που είχα ζήσει δεν ήταν η αληθινή ζωή- αλλά μια προσμονή της ζωής, μια προσμονή του αληθινού. Του σπουδαίου. Εσένα δεν σου έχει συμβεί κάτι τέτοιο;.......

(Ο Όττο κατεβαίνει απ' το ποδήλατο και κάθεται στο γρασίδι).

ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ: Και λοιπόν;

ΟΤΤΟ (ο ταχυδρόμος): Να, μερικές φορές βλέπω κάτι μπροστά μου, το φαντάζομαι δηλαδή, κάτι σαν αυτή την ανόητη “αιώνια επιστροφή”, ξέρεις. Εδώ ζούμε, εδώ έχουμε τις έγνοιες μας. Ελπίζουμε. Και κάτι περιμένουμε. Ελπίζουμε, απελπιζόμαστε, πλησιάζουμε στο θάνατο. Ναι. Και τελικά πεθαίνουμε. Και ύστερα ξαναγεννιόμαστε (θόρυβοι: μακρινά αστροπελέκια), χωρίς όμως να ξέρουμε ότι έχουμε ξαναζήσει. Και τότε όλα ξαναρχίζουν, φτού κι απ' την αρχή! Φυσικά δεν είναι ακριβώς τα ίδια, κατά κάποιο ελάχιστο τρόπο διαφέρουν...

(Ο μικρός δένει το σκοινί του σ' ένα θάμνο, χωρίς να τον πάρουν είδηση οι δυο άντρες, και την άλλη άκρη τη δένει στο ποδήλατο του Όττο).

ΟΤΤΟ: ... Η απόγνωση όμως είναι η ίδια. Και ούτε ξέρουμε το γιατί. Ναι, Ή μάλλον, όλα είναι ακριβώς τα ίδια, σαν να βλέπουμε την επόμενη παράσταση. Αστείο, ε;


ΥΓ: Διάλογοι από την “Θυσία” του Ταρκόφσκι (Εκδόσεις Νεφέλη, 1990). Το Στάλκερ έψαχνα μέσα στη νύχτα και είχα ξεκινήσει εδώ και μια εβδομάδα κάτι για την Αιώνια Επιστροφή. Ούτε που το θυμόμουν ότι είχε βγει “Η Θυσία”, βιβλίο. Την άνοιξα, είχε τις σημειώσεις μου. Διακριτικά, τότε. Με μολύβι. Εκείνο το ξερό κλαδί που ξανανθίζει αν...
Όσο περισσότερα γράφω δικά μου, τόσο αποδυναμώνεται. Γι' αυτό και κόβω σοφίες εδώ.

"όχι, δεν αποχαιρετιστήκαμε σωστά", λες και υπάρχει, τελικά, σωστός αποχαιρετισμός...

Ελένη Γκίκα
Το γράμμα που λείπει
Ένα ποιητικό De profundis της ταλαντούχου ποιήτριας και πεζογράφου

Ελένη Γκίκα, Το γράμμα που λείπει, Άγκυρα 2009, σελ. 95

Το συζητούσα προχθές με τους μαθητές μου: Σε μια επικοινωνιακή κατάσταση, ο πομπός του μηνύματος μπορεί να σκέφτεται περισσότερο ή λιγότερο τον εαυτό του κατά τη στιγμή της εκφοράς, και περισσότερο ή λιγότερο τον δέκτη. Σχηματοποιώντας θα έλεγα ότι ο ποιητής σκέφτεται περισσότερο τον εαυτό του ενώ ο πεζογράφος περισσότερο τον δέκτη-αναγνώστη, ειδικά αν το συγγραφικό του έργο είναι και το μέσο βιοπορισμού του. Δεν έχω υπόψη μου κανένα ποιητή που να έγραφε ποιήματα για να ζήσει, ενώ ξέρουμε πάρα πολλούς πεζογράφους - ο Μπαλζάκ και ο Ντοστογιέφσκι είναι οι πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις - που ζούσαν από τη συγγραφή.
Άλλη διαφορά: οι πεζογράφοι συχνά αυτοβιογραφούνται, ενώ οι ποιητές εξομολογούνται. Η Ελένη Γκίκα χρησιμοποιεί την πεζογραφία για να αυτοβιογραφηθεί, και την ποίηση για να εξομολογηθεί. Τουλάχιστον αυτή την εικόνα έχω από τα τέσσερα μυθιστορήματά της, τα οποία έχουμε παρουσιάσει από το Λέξημα, και τώρα από την τελευταία της ποιητική συλλογή.
Το ποίημα είναι όπως το όνειρο, κατά την ψυχαναλυτική εκδοχή τουλάχιστον: προσπαθεί να αποκαλύψει και ταυτόχρονα να κρύψει, κυρίως όταν το περιεχόμενό του έχει σχέση με προσωπικά βιώματα του ποιητή.
Και της ποιήτριας. Αν και, μπορούμε να πούμε, η κάλυψη του βιώματος με το ένδυμα της τέχνης δεν έχει μόνο, ή κυρίως, στόχο την απόκρυψη, αλλά και την αισθητική απόλαυση που προσφέρει η ομορφιά του ίδιου του ενδύματος. Και η ομορφιά του ενδύματος με το οποίο «καλύπτει» κρύβοντας και αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα την τραυματική εμπειρία της απώλειας του αγαπημένου σ'A αυτά τα ποιήματά της η Ελένης είναι όντως εξαιρετική.
Αλλά θα επιμείνω στο «κρυπτικό» της ποίησης, με μια έννοια ψυχαναλυτική και όχι με την έννοια της σκοτεινότητας, με την οποία κάποιοι ποιητές κρύβουν την κενότητά τους και είναι οι κυρίως υπεύθυνοι της απομάκρυνσης του μεγάλου κοινού από την ποίηση.
Επιμένω, γιατί ο τίτλος αυτής της συλλογής είναι γρίφος, και πιθανότατα η Ελένη θέλει να μείνει γρίφος. Μιλώντας για το «Γράμμα που λείπει» δεν σκέφτεται τον αναγνώστη αλλά τον εαυτό της, τον εαυτό της σε ένα αυτοβιογραφικό επεισόδιο το οποίο την είχε φορτίσει υπέρμετρα, και αποφορτίζεται μ'A αυτά τα ποιήματα. Ή μήπως δεν έλυσε και αυτή το γρίφο;
Είναι το γράμμα σε μια λέξη ενός σταυρόλεξου; Και ποια λέξη; Είναι ένα πολύτιμο γράμμα που ξαφνικά η Ελένη διαπιστώνει έντρομη ότι λείπει από το κουτί που έχει φυλαγμένα τα γράμματά του, σαν ιερό κειμήλιο; Είναι ένα γράμμα σε μια λέξη που δεν διαβάζεται, και που αυτή ή εκείνη η εκδοχή μας δίνουν άλλη λέξη; Αυτό μόνο η Ελένη το ξέρει. Μπορεί και να το αποκαλύψει ένας άλλος βιβλιοκριτικός, πιο ικανός από εμένα. Πάντως δεν πιστεύω ότι έγινε μόνο για χάρη ενός διακειμενικού εφέ, στο οποίο παραπέμπει η Ελένη παραθέτοντας στην αρχή της συλλογής ένα απόσπασμα από το «Υποθετικό ποίημα» του Μπόρχες.
Αυτό δεν ταιριάζει να το γράψει ένας βιβλιοκριτικός, μπορεί να το πει ένας αναγνώστης, αλλά πρώτη φορά μου συνέβη με ποιητική συλλογή (είμαι δηλωμένος λάτρης της πεζογραφίας), να τη ρουφήξω κυριολεκτικά αναβάλλοντας την καθιερωμένη μου σιέστα.
Στην πεζογραφία ασχολούμαι κυρίως με πράγματα που με εξιτάρουνε, ενώ στην ποίηση με τις υφολογικές νησίδες. Εδώ θα ξεκινήσω, ως σύγχρονος Αριστοτέλης, αμφιβάλλοντας για την εγκυρότητα του παρακάτω συλλογισμού:
«Υπάρχει Θεός,
ανακουφισμένη σκέφτηκε,
αφού υπάρχει τέτοιο φεγγάρι.
Υπάρχει Θεός
αφού υπάρχει τέτοια Ομορφιά…».
Είναι στίχοι από το πρώτο ποίημα της συλλογής που της δίνει και τον τίτλο. Όμως δεν έχει να κάνει με τη συνηθισμένη πρακτική, ο τίτλος ενός ποιήματος ή ενός διηγήματος να δίνεται και σε ολόκληρη τη συλλογή. Η φράση «το γράμμα που λείπει» απαντάται κάμποσες φορές σε άλλα ποιήματα.
Βέβαια θα μπορούσα να πω κι εγώ με τη σειρά μου ότι «Υπάρχει Θεός αφού…». Γιατί να μην είμαι κρυπτικός κι εγώ σαν βιβλιοκριτικός και να είναι μόνο οι ποιητές; Αλλά το παραπάνω μόνο η Ελένη μπορεί να το αποκρυπτογραφήσει.
Τελικά ο Καβάφης είναι μια ανεξόφλητη οφειλή. Διαβάζω στίχους και σκέπτομαι αντίστοιχους του Καβάφη. Να είναι κρυπτομνησία από τη μεριά του ποιητή, της ποιήτριας στην προκειμένη περίπτωση; Διαβάζοντας τους στίχους «εγώ, που άλλα νοσταλγώ/ γι άλλα πονάω» (σελ. 28) θυμάμαι τους καβαφικούς στίχους από τη Σατραπεία «Άλλα ζητεί η ψυχή σου, γι' άλλα κλαίει».
Ένα ποίημα με μια πρωτότυπη επινόηση είναι το «Η σιγουριά του ερωτηματικού». Εδώ παρελαύνουν σχεδόν όλα τα σημεία στίξεως: «…εκείνη η παλιά/άνω τελεία και/ερωτηματικά. Μόνο ερωτηματικά/υπάρχουν στη ζωή/και αποσιωπητικά…./πώς τον ξεγέλασαν κάποτε τα θαυμαστικά/να το θυμάται./Αυτή τη φορά να μην ξεχάσει την παύλα» (σελ. 38).
Το «για λίγη χρυσόσκονη που περίσσεψε» μπορεί να θεωρηθεί σαν ποίημα αλληγορικό, απλά αντιστρέφοντας μια μεταφορά: «…κι ας λάμπει τόσο. /Σαν αυταπάτη. Σαν ψέμα./…/Κι όμως πως γίνεται να ξαναγεννιέται/ένα χρόνο μετά»; (σελ. 42). Και η αντιστροφή: Η αυταπάτη, το ψέμα, λάμπουν κι επανέρχονται, σαν τη χρυσόσκονη με την οποία στολίζουμε το δέντρο κάθε χρόνο.
Πιο κάτω διαβάζουμε: «Αλήθεια, πόσο πανικό/ μπορεί ν'A αντέξει ο άνθρωπος/ και τι μπορεί να σου εξασφαλίσει/ μια σοκολάτα στο σκοτάδι» (σελ. 50). Ο τελευταίος αυτός στίχος αποτελεί τον τίτλο του επόμενου ποιήματος.
Ελένη μου, τίποτα δεν μπορεί να σου εξασφαλίσει μια σοκολάτα στο σκοτάδι, τίποτα. Πολλές όμως;
Τη μεγαλειώδη σου παρομοίωση σ'A αυτό το επόμενο ποίημα, μόνο εγώ μπορώ να τη νιώσω: «Ήρθες/ σαν σοκολάτα στο σκοτάδι». Και τι υπέροχο που είναι αυτό το (πάλι ο Καβάφης): «Αν δεν πνιγείς, στο μεταξύ, στη σαντιγί/ σαν βγεις στον πηγαιμό για τη Μαρέγκα/ να εύχεσαι να πας από σκασμό» (σελ. 69).
Στην προηγούμενη βιβλιοκριτική μας μιλήσαμε για υπερδιακειμενικότητα, μια διακειμενικότητα δηλαδή τραβηγμένη από τα μαλλιά. Μια τέτοια βλέπω στους παρακάτω στίχους:
«Εκείνο που αλλάζει
είναι το παρελθόν
γι αυτό κι είναι
τρομακτικό το μέλλον
μια ανάσα το παρόν
έμπλεο
με ό,τι έζησα
και ό,τι δεν έζησα,
λαθρεπιβάτης».
Μου θύμισαν τους παρακάτω στίχους από την «Ερωφίλη»: «Τ' οψές εδιάβη, το προχθές πλιο δεν ανιστοράται/ σπίθα μικρή το σήμερο στα σκοτεινά λογάται».
«Τα καθησυχαστικά σύμφωνα» είναι επίσης ένα ποίημα πολύ επινοητικό: «Σίγμα/ όπως σιωπή/ θωπευτική/ Πι/ όπως/ πέλαγος…/ Ρο/ ρυάκι γάργαρο». Είναι τα σύμφωνα από το όνομα του αγαπημένου.
Μπορεί η λογοτεχνικότητα να δίνει αισθητική δύναμη σε κάποιους στίχους, όμως καμιά φορά η απλότητα δίνει μια πρωτοφανή δύναμη αισθήματος. Θα κλείσω την παρουσίαση αυτής της εξαιρετικής ποιητικής συλλογής με τους παρακάτω στίχους της Ελένης: «Όχι, δεν αποχαιρετιστήκαμε σωστά. / Κι ετούτο τον καημό, κανένας δεν θα μπορέσει/ τελικά να καταλάβει» (σελ. 29).

Μπάμπης Δερμιτζάκης

ΥΓ. Αχ Μπάμπη μου καλέ, πάντα με συγκινείς, τόσο μα τόσο γενναιόδωρος πάντα, αλλά μάλλον σας ξεγελώ λίγο, είμαι και δεν είμαι! Οταν τα γράφω, είμαι. Οταν γίνουν βιβλίο, έχω γυρίσει σελίδα, είμαι μια άλλη σαν την Αλίκη κι εγώ. Τώρα είναι όσα έγιναν και όσα εν δυνάμει θα μπορούσαν αλλά δεν... συνήθως την ζωή που δεν ζήσαμε, την εκδοχή που δεν γνωρίσαμε αλλά με τα ίδια τα γράμματα και τις σιωπές και τις κρυφές πληγές και τις κραυγές που μας πονούν. Γύρευε τί είναι δικό μας και τι θα θέλαμε και τι μας αφορά και τι όχι... Ευχαριστώ, μου λείπουν τα σαββατιάτικα πρωινά κι οι σοκολάτες μας. Απόψε μια Ute Lemper θεική! Φιλί
ΥΓ2. Κι εκείνο το "λαθρεπιβάτης" που ακόμα με μπερδεύει? Το έγραψα? Κι ύστερα, μπα, δεν μπορεί να το 'γραψα εγώ, αφού από τέτοιο υπήρξα? Δεν υπήρξα! Ε, Μπάμπη? Μπα...
ΥΓ3. Το κείμενο του Μπάμπη Δερμιτζάκη δημοσιεύτηκε στο Λέξημα. Αλήθεια εκείνος ο Μανιάτης ζει? Εντελώς χαθήκαμε, κάτι θα κάνω να μας μαζέψω, μου λείψατε. Πολύ.

16/2/10

ο άνθρωπος έχει στην καρδιά του μέρη που δεν υπάρχουν ακόμη και όπου εισέρχεται ο πόνος για να μπορέσουν να υπάρξουν

“ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΜΙΑΣ ΣΧΕΣΗΣ” του Γκράχαμ Γκρην. Πρόλογος: Αναστάσης Βιστωνίτης. Μετάφραση: Τρισεύγενη Παπαντωνίου. Εκδ. “Μεταίχμιο”, σελ. 293, € 17
“Ένα από τα πιο αληθινά και συγκινητικά μυθιστορήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας”, έγραψε για το βιβλίο ο Ουίλιαμ Φόκνερ. Οι περισσότεροι το γνωρίσαμε το 1999 ως ταινία. Σκηνοθεσία, ο Νιλ Τζόρνταν. Πρωταγωνιστούσαν οι Ρέιφ Φάινς και η Τζούλιαν Μουρ. Αλλά “Το τέλος μιας σχέσης” που έγραψε ο πολυγραφότατος βρεττανός συγγραφέας Γκραχαμ Γκρην (1904) το 1951, είχε ξαναγίνει ταινία με τους Ντέμπορα Κερ και Βαν Τζόνσον το 1955. Μια ιστορία μοιχείας που ξεπερνά κατά πολύ τα στενά και προκαθορισμένα όρια της παρανομίας. Πίσω της, πίστη, Θεός, πόλεμος, η πολυδιάστατη έννοια της θυσίας.
Ο Μόρις Μπέντριξ, συγγραφέας νεόκοπος ερωτεύεται με πάθος την παντρεμένη Σάρα η οποία μετά τους βομβαρδισμούς του Λονδίνου από την γερμανική αεροπορία, εξαφανίζεται. Δυο χρόνια μετά, και συναντώντας τυχαία τον σύζυγο, ο Μπέντριξ θα αναγκαστεί να επανέλθει εμμονικά σε εκείνη την παθιασμένη ιστορία. Θα την παρακολουθήσει, θα μιλήσει στον άντρα της, θα επανέλθει στο πάθος τους, θα βιώσει μέσα από τον παράφορο έρωτά της την ύστατη θυσία. Θα αλλάξει κι ο ίδιος, βαδίζοντας το ίδιο ακριβώς τελευταίο πράσινο μίλι.
Δεξιοτέχνης της τεχνικής ο Γκράχαμ Γκρην, αρχίζει εντυπωσιακά αυθαιρετώντας από την... μεσαία σελίδα της ιστορίας. Εξάλλου “μια ιστορία δεν έχει αρχή ή τέλος. Επιλέγουμε αυθαίρετα τη στιγμή της εμπειρίας από όπου θα κοιτάξουμε προς τα πίσω ή προς τα εμπρός. Λέω “επιλέγουμε” με την άστοχη έπαρση του επαγγελματία συγγραφέα, ο οποίος – στις σπάνιες περιπτώσεις που τον παίρνουν πραγματικά στα σοβαρά- έχει επαινεθεί για την τεχνική του ικανότητα. Επιλέγω ωστόσο όντως με τη θέλησή μου εκείνη τη σκοτεινή και βροχερή νύχτα του Ιανουαρίου του 1946 την εικόνα του Χένρι Μάιλς, ενώ διασχίζει λοξά το ποτάμι βροχής στο Κόμον, ή μήπως αυτές οι εικόνες επιλέγουν εμένα;”
Αυτοβιογραφική έως κάποιο σημείο η ιστορία του, έζησε κι εκείνος μια παρόμοια σχέση, κινδύνευσε κι ο ίδιος στους βομβαρδισμούς του Λονδίνου και έστω ως αιρετικός καθολικός, βασανίστηκε και στα “Η δύναμη και η δόξα” και “Η ουσία της υπόθεσης”, με τις ίδιες θεολογικές απορίες, επιβεβαιώνει το ήδη ρηθέν: “Αλλά στους πεζογράφους πρώτης γραμμής τα πρόσωπα των βιβλίων τους είναι λίγο ως πολύ περσόνες των ίδιων, ακόμα και ως αρνητικές εκδοχές τους. Πάνω στις αντιθέσεις, στις αντιφάσεις και τις διαφορές είναι άλλωστε οικοδομημένη η παγκόσμια λογοτεχνία”, όπως σημειώνει στον κατατοπιστικό πρόλογό του, ο Αναστάσης Βιστονίτης. Το επιλεχθέν μότο του βιβλίου, “ο άνθρωπος έχει στην καρδιά του μέρη που δεν υπάρχουν ακόμη και όπου εισέρχεται ο πόνος για να μπορέσουν να υπάρξουν” (Λεον Μπλουλ), επιβεβαιώνει τον υπερβατικό προορισμό του βιβλίου. Με φωτεινό ως το τέλος “το ανεξήγητο της ζωής μυστήριο”. Μια ιστορία πολύ περισσότερο ανοιχτή και αινιγματική από τα φαινόμενά της. Το Καλό και το Κακό δεν είναι σαφές, ο έρωτας και η θυσία, ενίοτε, δεν είναι καθόλου ασυμβίβαστα. Και το Θείο, Φως και Φωτιά, αναλόγως.

ΥΓ. Και αποδεικνύεται αυτό περίτρανα από τον πρόλογο του καλού συγγραφέα ούτως ή άλλως, Αναστάση Βιστονίτη. Αντιμετωπίζοντας τη Σάρα ως καθολική θρησκόληπτη, χάνει εν τέλει κατά πολύ από το τεράστιο μέγεθός της η δική της εξαίσια ερωτική θυσία. Τρεις φορές έχω δει την ταινία. Την πρώτη, με λυγμούς ακατάπαυστους. Συνήθισα ύστερα. Όπως ο άνθρωπος έχει αυτοεκπαιδευτεί για “να συνηθίζει”, κόβοντας και ράβοντας τα συμβάντα κατά τις αντοχές του ή το συμφέρον του. Αλλά μεγαλειώδης υπαρξιακά ερωτική η ιστορία.

10/2/10

“Δεν εννοώ αυτό ακριβώς, μα το ότι το δεξί μου χέρι παίζει άλλη μουσική κι άλλη το αριστερό μου”

“Όλα γίνονται, όλα μπορούν να συμβούν... Σημασία έχει τι εσύ επιτρέπεις, σε ποιες σκέψεις αφήνεσαι, σε ποιες ορμές υποκύπτεις, ποια όνειρα παρηγορείς και... Σκηνοθεσία όλα. Όλα ζωή”.

“ΛΕΒΑΝΤΑ ΤΗΣ ΑΤΚΙΝΣΟΝ” του Μάνου Κοντολέων. Εκδ. “Πατάκη”, σελ. 296, € 15.50

“... Και καθώς είναι έτοιμος να συγκρίνει το φιλί αυτό με το πρώτο, το αλλοτινό πρώτο φιλί τους, ξαφνικά συνειδητοποιεί πως έχει επέμβει στη μνήμη και πως ό,τι τόσα χρόνια είχε κρατήσει ως- αδέξιο έστω- φιλί πάθους, δεν ήταν παρά ένα φιλί άμυνας... Ω, μα είναι σίγουρος πως και τότε έτσι είχε συμβεί- τα χείλη της κλειστά. Τη φίλησε, μα εκείνη... Σίγουρος! Σίγουρος; Όταν για χρόνια έχεις αποδεχθεί κάτι, πώς ξαφνικά να έχεις το σθένος να ομολογήσεις πως ήταν πλάνη... ΄Η μήπως δεν ήταν;”
“Το άτιμο το παρελθόν! Τόσο ιδιοτελώς διαμορφωμένο. Κι αυτός έχει αποφασίσει να του εμπιστευθεί το μέλλον!”
Το καινούργιο μυθιστόρημα του Μάνου Κοντολέων “Λεβάντα της Άτκινσον”, μια ιστορία σχέσεων που βαδίζει... ανάποδα!
Αντί να εξελίσσεται γραμμικά προς το μέλλον, γυρίζει αναπλάθοντας το παρελθόν, αφαιρεί παρανοήσεις, άλλοθι, και ξαναπιάνει το νήμα. Το παρελθόν, εξάλλου, χρόνος που αλλάζει ανάλογα με το παρόν, τη ματιά και τη στάση μας. Το παρελθόν, σε απόλυτη συνάρτηση με το εκάστοτε παρόν μας.
Κι αντί να προκύπτει από διήγημα ή από νουβέλα, ένα θεατρικό, όπως είθισται (τουλάχιστον το συνήθιζε ο Τέννεσι Ουίλλιαμς), ο συγγραφέας εδώ τολμά το ακριβώς αντίθετο! Από το θεατρικό του “Η τέταρτη εποχή” να ανασυνθέσει ένα μυθιστόρημα σχέσεων με αλήθειες και ψέματα, σιωπές κι εντάσεις.
“Εκείνος ήθελε το έργο- παιχνίδι πιο σωστά- στο οποίο το είναι και το φαίνεσθαι να το χαρακτηρίζει ένα άρωμα βιομηχανοποιημένου αποστάγματος λεβάντας, η λεβάντα της Άτκινσον.
Η Κλέα προτιμούσε να μην υπάρχουν μυρωδιές – πάντα δεσμεύει αυτή η μανία της όσφρησης να ενεργοποιεί μνήμες και συναισθήματα”.
Κεντρικά πρόσωπα, ο Μενέλαος και η Κλέα, τριάντα τόσα χρόνια παντρεμένοι. Κι ανάμεσά τους, δυο παιδιά, η Αντιγόνη και ο Δήμος, το αδιέξοδο παρόν, το χθες που αλλάζει όψη έχοντας όμως πάντοτε την ίδια μυρωδιά: Λεβάντα της Άτκινσον.
Να υπερβαίνει την φθορά ακόμα και τον Χρόνο.
Αν και όλα φαίνονται κατ' αρχάς, δυσοίωνα. Η απόφαση σχεδόν ειλημμένη. Το μόνο που μένει είναι η ανακοίνωση. Αυτό που δεν είχαν υπολογίσει, είναι η αναδρομή. Ο,τι αξίζει που έχει ρίζες βαθιές, κουβαλά σταθερές κι αφήνει σημάδια.
Ο συγγραφέας το αντιμετωπίζει ψυχαναλυτικά με ικανότητα... χειρούργου! Οι φόβοι του, οι φόβοι της. Οι ελπίδες του, οι ελπίδες της. Οι παρανοήσεις του και οι δικές της. Οι επιδιώξεις και των δύο. Ο τρίτος που είναι και δεν είναι, η αγάπη που είναι πράξη και το παιχνίδι που αποδεικνύεται σοβαρό και λυτρωτικό εντέλει. Το παρελθόν που σώζει. Όλα τα αναπλάθει, και το χαμένο στήθος εκείνου του κοριτσιού με την Λεβάντα της Άτκινσον που σήμερα πια κανείς δεν την αναζητά αλλά και δεν την πουλάει!
“Πού πας;” με ένταση ρωτάει και το δεξί του χέρι αγκιστρώνει το αριστερό δικό της. Δέκα δάχτυλα μπλεγμένα στον ιστό μιας ζωής,- έτσι αυτός τα βλέπει κι ακόμα ξεχωρίζει τις πρώτες καφετιές κηλίδες που σκιάζουν τις έξω πλευρές τους”.
Εκείνος κι εκείνη, ζευγάρι πια, δυο αλλιώτικοι αλλά κι ένα αδιαίρετο που ακρωτηριάζεται αν ξαναγίνουν δυο!
Ζωντανός οργανισμός, εξάλλου, ακόμα και το κοινό σπίτι: “Μόνο όταν αδειάσει ένα σπίτι δείχνει τα πάθη που πρώτα το φτιάξανε και μετά το στόλισαν. Όσον καιρό τα έπιπλα είναι στη θέση τους, τα φώτα κρεμασμένα, οι πίνακες διακοσμούν τους τοίχους, τα χρώματα μεταλλάσσονται ανάλογα με τις οσμές των φαγητών, και σκόνες σχέσεων τρυπώνουν στις ρωγμές των πατωμάτων' όσον καιρό όλα αυτά συντελούνται, το σπίτι ζει το σήμερα και την καθημερινότητά του, δεν αναπολεί, δεν συλλογάται, δεν αυτοελέγχεται, δεν συμβιβάζεται, δεν επαναστατεί. Υπάρχει μόνο.
Η μετακόμιση είναι η ψυχανάλυση του σπιτιού”.
Ερωτηματικά όπως “τι μας συμβαίνει; είμαι και πάλι διαθέσιμη να αφεθώ σε ό,τι αγάπησα, σε ό,τι με κούρασε, στα όσα υπήρξα...” και “Ποτέ δεν είναι αργά για όσους ζήσανε και θέλουν να ξαναζήσουν. Για όσους τώρα ξεκινούν τη ζωή;” βρίσκουν όλες τις πιθανές απαντήσεις σε ένα βιβλίο- ζωής όπου ο αφηγητής – συγγραφέας σαν σκηνοθέτης ξαναβάζει παρελθόν και παρόν, τον βασιλιά και την βασίλισσα στη σκακιέρα. Μετρώντας τετραγωνάκια, σιωπές, ανατροπές και ανάσες.
Το αποτέλεσμα ένα σύνθετο μυθιστόρημα σχέσεων που επανατοποθετείται σ' αυτό καθ' εαυτό το παιχνίδι της ύπαρξης. Που αναπτύσσεται διπλά και τριπλά: σκέψεις, κινήσεις, συναισθήματα, παρελθόντος και παρόντος χρόνου. Με δυο τεράστιους βασικούς ήρωες, σχεδόν αρχετυπικούς, την Κλέα και τον Μενέλαο, δηλαδή το... ζευγάρι. Μότο που μας προετοιμάζει, αυτό του Φίλιπ Ροθ απ' τον “Καθηγητή του πάθους”: “Νομίζεις πως η Βενετία βυθίζεται στ' αλήθεια; Δεν βλέπω να 'χει αλλάξει από την τελευταία φορά που ήμουν εδώ”. Αλλά όλο το σασπένς είναι κρυμμένο στη διαδρομή, που είναι αντίστροφη, όπως το μέλλον που αποτελεί καθρέφτη παρελθόντος. Τολμηρό συγγραφικό πείραμα που γοητευτικά πέτυχε. Ο Κοντολέων εξάλλου έχει αποδειχθεί αριστοτέχνης στις ψυχολογικές, υπαρξιακές ακροβασίες (θυμηθείτε το παιχνίδι εξουσίας στην “Ιστορία Ευνούχου”, τον καταλυτικό έρωτα στην “Ερωτική αγωγή” κι εκείνην την άγρια εσωτερική αναμέτρηση στο αριστουργηματικό “Αποφάσισα να σκοτώσω τον Ερμόλαο”).


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ:
Ο Μάνος Κοντολέων γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Γράφει μυθιστορήματα, διηγήματα, θέατρο, μικρές ιστορίες και παραμύθια.
Παράλληλα, ασχολείται με την κριτική της λογοτεχνίας. Συνεργάτης περιοδικών, εφημερίδων, καθώς και του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης.
Έργα του έχουν μεταφραστεί και κυκλοφορούν στη Γαλλία, στη Γερμανία και στην Ταιλάνδη.
Ανάμεσα στις πολλές διακρίσεις με τις οποίες έχει τιμηθεί είναι ένα Κρατικό Βραβείο και η υποψηφιότητά του το 2002 για το Διεθνές Βραβείο Άντερσεν.
Είναι αντιπρόεδρος του ελληνικού τμήματος της Unicef, μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, Πρόεδρος της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων Κύπρου, ενώ κατά διαστήματα υπήρξε και μέλος των επιτροπών Ελληνικών Κρατικών Βραβείων και του περιοδικού Διαβάζω.
Ανάμεσα στα βιβλία του και τα:
Μυθιστορήματα:
“Ένα κι ένα κάνουν όσα θες” (μαζί με την Τιτίνα Δανέλλη), Εκδόσεις Καστανιώτη, 1981
“Αφήγηση”, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1981
“Με στοιχεία προσωπικών συνεντεύξεων”, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1984- Εκδ. Πατάκη, 1996
“Τα Φώτα! Είπε”, Εκδ. Καστανιώτη, 1986
“Αποφάσισα να σκοτώσω τον Ερμόλαο”, Εκδ. Ρόπτρον, 1989, Εκδ. Δελφίνι, 1993, Εκδ. Πατάκη, 2002
“Ιστορία Ευνούχου”, Εκδ. Πατάκη, 2000
“Ερωτική Αγωγή”, Εκδ. Πατάκη, 2003
Διηγήματα:
“Η σιδερώστρα έκοβε την τηλεόραση στα δύο”, Εκδ. Καστανιώτη, 1982
“Ερωτικές ιστορίες μιας παιδικής ηλικίας”, Εκδ. Πατάκη, 1992
“Σχεδόν έρωτας”, Εκδ. Πατάκη, 2006
Θέατρο:
“Η τέταρτη εποχή”, Εκδ. Πατάκη, 2005

ΥΓ1: “Τα σώματα ακόμα κι όταν γερνούνε, ακόμα κι όταν τα σημαδεύει το νυστέρι, ανήκουν πάντα στον ίδιο άνθρωπο. Αν κάποτε τον αγάπησες, μπορείς να πάψεις να τον αγαπάς επειδή γέρασε και σημαδεύτηκε;
Όλα γίνονται, όλα μπορούν να συμβούν... Σημασία έχει τι εσύ επιτρέπεις, σε ποιες σκέψεις αφήνεσαι, σε ποιες ορμές υποκύπτεις, ποια όνειρα παρηγορείς και... Σκηνοθεσία όλα. Όλα ζωή”.
“... Οι άνθρωποι γερνάνε και πεθαίνουν. 'Οχι τα έργα τους μήτε και η ίδια η Φύση... Κοίτα το Κάστρο...”
(αποσπάσματα από την “Λεβάντα της Άνκινσον”)

ΥΓ2: Ο τίτλος του ποστ, συγγραφική επισήμανση στο βιβλίο, από το μυθιστόρημα της Πόλυς Μηλιώρη “Συμφωνία σε απαίτηση ελάσσονα” (εκδ. Πατάκη, 1997).

Η κάθε πράξη, όλες οι πράξεις...

“... Υπάρχουν κάποιες φορές στη ζωή, λίγες φορές, που ο άνθρωπος δεν καταφέρνει να αντιληφθεί το μοιραίο ιλιγγιώδες σταυροδρόμι που ανοίγεται μπροστά σε μια μικρή πράξη. Την καταστροφή που παραμονεύει πίσω από μια ασήμαντη απόφαση. Εκείνο το απόγευμα ήξερα, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, ότι δεν έπρεπε να συνεχίσω... ωστόσο, σαν από αδράνεια, βγήκα στο δρόμο...”
(μικρό απόσπασμα από μια μεγάλη αλήθεια με μια απειροελάχιστη παραλλαγή από τον “Αργό θάνατο της Λουσιάνα Μπ.” του Γκιγιέμο Μαρτίνες.
Πού να ξέρουμε τί σημαίνει για μας, προτού χαθεί κάτι ή κάποιος... Ακόμα και την ώρα που χάνεται δεν το καλοκαταλαβαίνουμε ακριβώς, ίσως το αντικρίσουμε χρόνια μετά, αν προλάβουμε, ατενίζοντας απ' τις στάχτες της ή τα ελάχιστα εναποπείναντα αν είμαστε τυχεροί, και τη δική μας ζωή. Το μέγεθός του, ό,τι ζήσαμε, μονάχα εκ των υστέρων...
Για το βιβλίο, προσεχώς.
'Ολα προσεχώς, δυστυχώς και στο και πέντε, διαπίστωση και ζωή, μάλλον, δεν βαδίζουν απ' το ίδιο πεζούλι...)
ΥΓ. Το σίγουρο είναι πως θα μας απομείνει ό,τι αξίζουμε ή μας ανήκει. Αν είναι δικό μας, σταυρός μας ή γαζούλα μας θεραπευτική, θα είναι εδώ κι εκεί για μας, και στην επόμενη στροφή αλλιώς, μονότατοι στα πάντα, μπορεί και να είναι το ύψιστο μάθημα. Ποιος ξέρει...

8/2/10

“Το χείλι μου δαγκώνω και σιωπώ”

“Ο ΦΥΛΑΚΑΣ ΣΤΗ ΣΙΚΑΛΗ” του J. D. Salinger. Μετάφραση: Τζένη Μαστοράκη. Εκδ. “Επίκουρος”, σελ. 255, € 15.15

“Ο μπαμπάς θα σε σκοτώσει. Θα σε σκοτώσει”, μου λέει.
Δεν την άκουγα όμως. Σκεφτόμουνα κάτι άλλο- κάτι τρελό. “Ξέρεις τι θα 'θελα να 'μαι;” της λέω. “Ξέρεις τι θα 'θελα να 'μαι; Θέλω να πω αν μπορούσα να διαλέξω μόνος μου, διάολε; Ξέρεις εκείνο το τραγούδι που λέει, “Όταν πιάνεις κάποιον που 'ρχεται μεσ' απ' τη σίκαλη;” Θα 'θελα... Το ξέρω πως είναι ποίημα του Ρόμπερτ Μπερνς. Έτσι λέει: “Όταν ανταμώνεις κάποιον που 'ρχεται μεσ' απ' τη σίκαλη”. Τέλος πάντων, να, φαντάζομαι όλα κείνα τα πιτσιρίκια να παίζουνε ένα παιχνίδι σ' ένα μεγάλο σικαλοχώραφο και τα ρέστα. Χιλιάδες πιτσιρίκια, και δεν είναι κανένας εκεί- θέλω να πω, κανένας μεγάλος- εκτός από μένα. Και γω στέκομαι φύλακας, στο χείλος ενός τρελογκρεμού. Αυτό που πρέπει να κάνω, είναι να τα πιάνω άμα κάνουνε να πέσουνε στο γκρεμό- θέλω να πω, άμα τρέχουνε και δε βλέπουνε πού πάνε, πρέπει να πετάγομαι από κάπου και να τα πιάνω. Αυτό θα κάνω όλη μέρα. Θα 'μαι μονάχα ο φύλακας στη σίκαλη, να πιάνω τα παιδάκια και τα ρέστα. Το ξέρω πως είναι παλαβωμάρα, αλλά είναι το μόνο πράγμα που θα 'θελα να 'μαι στ' αλήθεια...”
'Εγραψε κι έπραξε. Τουλάχιστον με αυτό το εμβληματικό βιβλίο. Διότι “Ο φύλακας στη Σίκαλη” που γράφτηκε από τον “Μεγάλο Σιωπηλό”, όπως επωνομάστηκε ο Τζερόμ Ντέιβιντ Σάλιντζερ (1919-2010) το 1951, αυτό ακριβώς κάνει εδώ και 59 χρόνια! Τον φύλακα – άγγελο κάθε επαναστατημένου πιτσιρικά που ονειρεύεται ελεύθερα να γίνει φύλακας στη Σίκαλη και σώζεται για να σώσει: την αδελφή του την Φοίβη.
Μεσήλιξ πια ο κεντρικός ήρωας, ο Χόλντεν Κόλφιλντ, αποτελώντας κατά τον συγγραφέα του(“επειδή όλα είναι εκεί”) “μια παγωμένη στιγμή στον χρόνο”, παραμένει εσαεί έφηβος που φεύγει από ένα ακόμα σχολείο- πάντα θα φεύγει από κάποιο σχολείο- το Πένσυ “με τους κάλπηδες” που δεν αντέχει πια. Τίποτε “κάλπικο” δεν αντέχει, ούτε ανθρώπους, ούτε εκφράσεις, ούτε χαμόγελα, μονάχα οικείους νεκρούς, εκείνο το αγόρι που δεν πήρε τίποτε πίσω αλλά “έφυγε” απ' το παράθυρο φορώντας το δικό του πουλόβερ με τον γυριστό γιακά, και τον σοφό 'Αλι, που αγαπούσε τους πάντες και όλα τα μπορούσε αλλά πέθανε από λευχαιμία, κι εκείνες τις καλόγριες με το παλιό ψάθινο πανεράκι που μάζευαν χρήματα για τους φτωχούς κι έτρωγαν παξιμάδι με τον καφέ, αλλά πιο πολύ την αδελφή του την Φοίβη που ήξερε να χορεύει και να κάνει πλάκες και ήξερε και να τον ακολουθεί σέρνοντας εκείνη την πελώρια βαλίτσα με τα απαραίτητα, τόσα όσα να τον γυρίσει πίσω... Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1977 στα ελληνικά με την αριστουργηματικά ποιητική μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη απ' τις εκδόσεις “Επίκουρος”, στην λιτά αυστηρή έκδοση με το ασημένιο εξώφυλλο (ίδιο ακριβώς οπισθόφυλλο) που δεν γερνά ποτέ, δεν ενηλικώνεται ποτέ, δεν γίνεται κάλπικο ποτέ (ακριβώς σαν τον συγγραφέα του) και πάντοτε πουλάει σταθερά.

ΥΓ. Όταν το πρωτοδιάβασα, Φοίβη και μόλις εγκατέλειπα τον Χόλντεν της δικής μου ζωής (τον εγκατέλειπα; μ' εγκατέλειπε; το σίγουρο είναι ότι κάπου τότε βρέθηκα να σέρνω μια μεγάλη βαλίτσα με τα απαραίτητα σ' ένα λάθος σταθμό). Τον ξαναδιάβασα εχθές, επειδή εδώ και λίγο καιρό στην εφημερίδα έχουμε κάνει μια καινούργια μικρή συμφωνία, μαζί με τα νέα βιβλία να επιστρέφουμε σε κάτι αγέραστο κι ακατάβλητο στο χρόνο (ναι δεν μου πάει να το πω “παλιό”, εξάλλου παλιώνει ο “Γατόπαρδος” του Λαμπεντούζα; τα “Ανεμοδαρμένα ύψη” της Μπροντέ; “Η Ρεβέκκα” της Ντι Μωριέ; “Ο εκδικητής” του Ντε Κουίντσι;) και ξανάγινα Φοίβη, κι ακόμα να συνέλθω απ' αυτό! Παρ' ό,τι ως παιδί (και ως μεγάλη, κι ως έφηβη) εγώ ήμουν που έπαιρνα μαύρο δρόμο, την ώρα που δεν το περίμενε κανείς! Μπούκωνα, μπούκωνα, μπούκωνα, μη βλέποντας όλους αυτούς τους κάλπηδες και τα κάλπικα, αργούσα να πάρω δρόμο, γιατί είχα ανάγκη να αγαπάω πολύ, είχα ανάγκη την επαφή, ε και ερχότανε εκείνη η ώρα που δεν έλεγχα πια τα βήματά μου. Ακόμα κι αν γύριζα, επί της ουσίας, δεν ξαναγύριζα ποτέ. Που δεν ξαναγύριζα, δηλαδή.
Αλλά και πάλι,
“Θέλω να πω, πώς μπορείς να ξέρεις τί θα κάνεις ώσπου να το κάνεις;”
Θέλω να πω πως κάτι μου είπε τελικά αυτή η καλύβα του Χόλντεν με εκείνον τον παλαβό κανονισμό “κανένας δε θα μπορούσε να κάνει τίποτα κάλπικο όταν ερχότανε να με δει”. Κι “αν προσπαθούσε κανείς να κάνει τίποτε κάλπικο, θα 'φευγε αμέσως”.
Και θα την κάνω την καλύβα, ή μάλλον υπάρχει αυτή η καλύβα, κι αν όχι τώρα πότε, δηλαδή;
Τώρα που απ' το Σάββατο κρατώ με συγκίνηση τα “Ποιήματα” του Τζων Μπέρρυμαν, που είχα αγαπήσει πρωτού καλογνωρίσει πολύ- “έγραψε κάποτε ο Λίνκολν σ' έναν φίλο: “Το χείλι μου δαγκώνω και σιωπώ”. Στις “Όψεις του εαυτού μου”, προτού πηδήσει απ' τη γέφυρα στα παγωμένα νερά του Μισισιπή.
“Ξάφνιασέ με, μια μέρα καθημερινή
με μια άνευ αιτίας ευλογία...”
“Να μ' έχεις κατά νου, Εμένα που τίποτα δεν ξέχασα,
και συνεχίζω...”
“Δεν χρειάζεται παρά λίγα λεπτά για την μεγάλη απόφαση.
Μια συγκέντρωση στο εδώ και στο τώρα.
Ξαφνικά, όχι όπως ο Μπαχ,
και φρικτά, όχι όπως ο Μπαχ, μου πέρασε από το μυαλό
τη νύχτα εκείνη, αντί για τις ζεστές πυτζάμες,
να βγάλω όλα μου τα ρούχα
και να διασχίσω την κρύα νοτισμένη πελούζα και να πέσω απ' τον κάβο
στο φοβερό νερό και για πάντα να περπατήσω
προς το νησί υποβρυχίως”.
(Τζων Μπέρρυμαν “Ποιήματα”, Επιλογή- εισαγωγή- μετάφραση: Γιάννης Λειβαδάς, Εκδ. “Ηριδανός”)

YG-SOS: Τι τόθελα και τόλεγα για την καλύβα; Εκεί που καλοκαθόμουνα στην Εύα και έσβηνα κινητό, δεν μου ξανάναψε ποτέ! Κάηκε η οθόνη! Αμνησία, λέει, στον Γερμανό! Μόνο τα: μαμά, μάρω, νίκος, αναστασία, σώθηκαν που είχαν περαστεί στην κάρτα, όλα τα άλλα... κανείς, κατά κανείς, σαν παιδί, άγραφος νους ένα πράγμα, όταν συνέλθω θα αποκωδικοποιήσω και... μήνυμα. Για την ώρα, ψιλοχαμένα τα έχω και ψάχνομαι μπας και το κινητό μου είναι από μένα πιο σοφό, πιο εγκρατές, πιο αποφασιστικό αλλά πάλι ξέρω; Δεν ξέρω, δεν ξέρω τίποτα. Ξανά. Απ' την αρχή. Σιγά, πρώτη φορά?

YG-finale: Κι όμως! Διασώθηκε κι άλλο! Εκείνο που νόμισα ότι το σοφό κινητό μου ήθελε να διαγράψει! Σε ένα sms πρόχειρο που δεν έστειλα ποτέ! Απίστευτο!

5/2/10

Η ποιητικότητα του Κόσμου, το Αίνιγμα και το Άνοιγμα στο Επερχόμενο

“Η τέχνη και οι διάφορες τέχνες στο σύνολό τους και μέσα στην ιστορία τους, συγκροτούν ανοίγματα, μας χαρίζουν ανοίγματα και συμβάλλουν στην ποιητικότητα του κόσμου που περιέχει και ξεπερνάει την ποίηση. Αστερισμοί του ανήκουστου, του αφανούς, του ανίδωτου, βοηθούν εμάς τους θνητούς όχι να νικήσουμε το θάνατο και να εγκατασταθούμε στην αιωνιότητα, αλλά να τον παραδεχτούμε, να τον ζήσουμε και να τον αναλάβουμε με φιλικότητα...”
Έγραψε κι έφυγε.
Αρχές της εβδομάδας έφτασε το βιβλίο του
“Το άνοιγμα στο επερχόμενο και Το αίνιγμα της τέχνης” απ' τις εκδόσεις “Νεφέλη”.
Στα μέσα της εβδομάδας, η είδηση: Ο Κώστας Αξελός πέθανε. Πλήρης ημερών, λέει.
Αλλά τί θα πει “πλήρης ημερών” για έναν δικό σου άνθρωπο; Και τί θα πει “πλήρης ημερών” για τον Αξελό, εντέλει;
“Η εποχή μας έχει πέσει χαμηλά και η φιλοσοφία ζει το τέλος της. Μετά από αυτήν υπάρχει χώρος για μια ανοιχτή ποιητική σκέψη”.
“Έρωτας είναι η αναζήτηση που έγκειται στη συνάντηση και τη μη συνάντηση με τον άλλον”.
“Το θηλυκό είναι το ήμισυ του κόσμου. Κάτι πολύ κυρίαρχο, όχι σε επίπεδο διάκρισης φύλων, άντρας – γυναίκα. Είναι σαν δύο δυνάμεις στον κόσμο. Η σχέση με το θηλυκό είναι ένα από τα σημεία συνάντησης των ανθρώπων μεταξύ τους και με τον κόσμο, και μαζί και απομάκρυνσης. Δεν μπορεί ποτέ να πραγματοποιηθεί η απόλυτη συνάντηση αρσενικού και θηλυκού”.
“Υπάρχει κρίση πολιτισμού, κρίση στον ψυχισμό των ανθρώπων, σε όλον τον κόσμο”.
“Να παίξουμε το παιχνίδι. Αφήνοντας τον εαυτό μας να παρασυρθεί από το παιχνίδι του χρόνου... Οχι για να περάσει ο χρόνος, αλλά για να περάσουμε μαζί με τον χρόνο”...
Ναι,
“σε μας εναπόκειται να μάθουμε να παίζουμε το παιχνίδι από το οποίο δεν μπορούμε να ξεφύγουμε”,
“να ζεις με ορμή τη ζωή σου και να ετοιμάζεσαι ήρεμα για τον θάνατο. Με επιθυμίες ανεκπλήρωτες”.
Ακόμα και τώρα “φεύγοντας” μας παρηγορεί για το “επερχόμενο”, μαθαίνοντάς μας ασκήσεις αναπνοής, και την αξιοπρεπή ήττα της μισοτελειωμένης κίνησης, την τολμηρή απόγνωση της μη συνάντησης, την σοβαρότητα που θα πρέπει να διαθέτει, ακόμα και με το προαναγγελθέν φινάλε, το Παιχνίδι.
'Η παίζουμε ή δεν παίζουμε,
σαν τα παιδιά,
με την ίδια σοβαρότητα,
την ίδια μάταιη
απεγνωσμένη ελπίδα.
Ε ναι, αυτό είναι το καλύτερο αναμενόμενο φινάλε.
Μα το αίνιγμα και με το άνοιγμα. Στο επερχόμενο.
Ας είμαστε περίεργοι, σάμπως και κάτι άλλο μας απομένει;
Θα υπάρχει πάντα η Ποίηση. Κι αυτή η ανήκουστη, ανίδωτη, Ποιητικότητα του Κόσμου.
Την σύντροφό του σκέφτομαι. Η Κατερίνα Δασκαλάκη, η τυχερότερη και η πλέον άτυχη στον κόσμο.
Αλλά και τόσα χρόνια δίπλα του; Ποιητική Καθημερινότητα, Παράδεισος Γήινος ανοιχτός στο Ενδεχόμενο. Γεμάτη ζωή, να φεύγεις και να τα έκανες όλα, ως όφειλες... Επειδή μάλλον δεν υπάρχει μάταιη παρτίδα.

3/2/10

Τι εννοείτε, δεν υπάρχει μυστήριο; Προσποιηθείτε ότι είμαι αόρατη...

“Το Μακρύ ταξίδι μέχρι να φτάσω στην πιο διάφανη περιοχή του Κόσμου με είχε αδειάσει από πολλά πράγματα”

“ΟΙ ΑΓΡΙΟΙ ΝΤΕΤΕΚΤΙΒ” του Ρομπέρτο Μπολάνιο. Μετάφραση: Κώστας Αθανασίου. Εκδ. “Καστανιώτη”, σελ. 711, € 25

“Υπάρχει μια λογοτεχνία για όταν βαριέσαι. Αφθονεί. Υπάρχει μια λογοτεχνία για όταν είσαι ήρεμος. Αυτή είναι η καλύτερη λογοτεχνία, νομίζω εγώ. Υπάρχει επίσης μια λογοτεχνία για όταν είσαι χαρούμενος. Υπάρχει μια λογοτεχνία για όταν διψάς για γνώση. Και υπάρχει μια λογοτεχνία για όταν είσαι απελπισμένος. Αυτή την τελευταία θέλησαν να κάνουν ο Ουίλσες Λίμα και ο Μπελάνο. Μέγα σφάλμα, όπως θα φανεί στη συνέχεια...”
Όλα αρχίζουν από “Μεξικανούς χαμένους στο Μεξικό” κι από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση του πρωτοετούς φοιτητή της Νομικής Χουάν Γκαρσία Μαδέρο, ο οποίος αποδέχθηκε την εγκάρδια και τιμητική πρόσκληση να ενταχθεί στο ρεύμα του ενστικτορεαλισμού. Και ας πούμε ότι το πρώτο μεγάλο κεφάλαιο- αφήγηση αποτελεί τρόπον τινά... τελετή μύησης.
Ο Ρομπέρτο Μπολάνιο που μεσουρανεί τελικά μετά θάνατον, στο μυθιστόρημά του “Άγριοι Ντετέκτιβ” που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τον “Καστανιώτη”, στην κυριολεξία, κεντά, παραδίδοντας μαθήματα ύφους, δομής, ανάλυσης και σύνθεσης, ιστορίας, αλληγορίας, ποιητικής τέχνης, ταξιδιωτικής αναζήτησης και περιπλάνησης, ειρωνείας.
Οι δυο πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος, και βασικοί συντελεστές του ρεύματος, Αρτούρο Μπελάνο και Ουίλσες Λίμα, για τους οποίους οι πάντες μιλούν, αφανείς. Αφηγητές με πανταχού παρόντες αυτούς, όλοι οι άλλοι. Αλλά και η ιδρύτρια του ενστικτορεαλισμού Σεσάρεα Τιναχέρο, επινόηση ή πλάσμα μυθικό, δεν θα διαφανεί στο βιβλίο παρά μονάχα πριν το τέλος. Ένα τέλος άκρως σουρεαλιστικά ειρωνικό, κάτι σαν ματαιότης- ματαιοτήτων- τα- πάντα- ματαιότης, σ' αυτό τον κόσμο.
Κι όμως, μεξικανοί εντός κι εκτός Μεξικού, χιλιανοί μέσα και έξω από την πατρίδα, ενστικτορεαλιστές που ήλπισαν όπως όλοι όσοι νέοι ξεκινούν κι ελπίζουν γράφοντας, να αλλάξουν εαυτόν και τον κόσμο, ταξιδεύουν ανά την Ευρώπη, Γαλλία, Αγγλία, Ισπανία, φτάνοντας μέχρι και μετά το Ισραήλ, αναζητώντας την χαμένη ιέρεια- Μητέρα για να της χαρίσουν τον πιο κουφό θάνατο και φινάλε!
Σε ένα μυθιστορηματικό ποταμό απ' όπου παρελαύνει όλη η λατινοαμερικάνικη κουλτούρα, ψυχή και ιστορία, οι επιδιώξεις των ανθρώπων να σηκωθούν λιγάκι ψηλότερα από το χώμα.
Η δομή του μυθιστορήματος, αριστουργηματική: στο πρώτο μέρος μια τεράστια πρωτοπρόσωπη αφήγηση ενός φοιτητή όπου από την σχεδόν παρθένα ματιά του αντικρίζουμε ό,τι αντικρίζει, κατανοεί και βιώνει. Ακολουθεί ένα μεγάλο μέρος με πάμπολλες πολυπρισματικές αφηγήσεις, αφηγητών που επαναλαμβάνονται ξαναπιάνοντας τον αφηγηματικό μίτο απ' τους οποίους μαθαίνουμε την περιήγηση των αρχηγών του ενστικτορεαλισμού Μπελάνο και Λίμα ανά τον κόσμο, ενώ το φινάλε αναλαμβάνει το τελευταίο ζευγάρι ενστικτορεαλιστών, καταδικασμένο ή ευνοημένο, όπως το δει κανείς, να βρει μαζί με τους δυο πανταχού παρόντες αφανείς πρωταγωνιστές, την μυθική πια Σεσάρεα Τιναχέρο και να την δει βλακωδώς και να ξεψυχά, όπως κάθε φιλόδοξο, ανθρώπινο... κίνημα, βήμα.
Στο μεταξύ, ζωή, ιστορία, πολιτική, ποιητική, κοινωνία, ελπίδες, τόλμη και φόβος, γίνονται δράση και ήρωες και καθημερινή ζωή, χάνονται, επανεμφανίζονται, προδίδουν και προδίδονται, επιβιώνουν.
Με κεντρικό άξονα, την λαχτάρα για την Ποίηση, για την όντως Λογοτεχνία, που την μαθαίνουμε από έναν πια έγκλειστο ενστικτορεαλιστή, τον Χοακίν Φοντ, στην Ψυχιατρική Κλινική “Η Ανάπαυσις στο δρόμο προς την Έρημο των Λεόντων”:
“Και τους το είπα. Τους προειδοποίησα. Τους υπέδειξα την τεχνικά τέλεια σελίδα. Τους επισήμανα τους κινδύνους. Μην εξαντλείτε τη φλέβα! Ταπεινοφροσύνη! Αναζητείστε, χαθείτε σε αγνώστους τόπους! Αλλά με μίτο, με ψίχουλα ψωμιού ή με λευκά βοτσαλάκια! Ωστόσο εγώ ήμουν τρελός, με είχαν τρελάνει οι κόρες μου, αυτοί οι ίδιοι, η Λάουρα Νταμιάν, και δεν μου έδωσαν σημασία”.
Η κεντρική ιδέα, θα μας δοθεί από έναν άσχετο, αριθμομνήμονα άτυχο-τυχερό τον Αντρές Ραμίρες στο μπαρ “Το Χρυσό κέρατο” στη Βαρκελώνη: “Μπελάνο, του είπα, η ουσία του ζητήματος είναι να ξέρει κανείς αν το κακό (ή το άδικο ή το έγκλημα ή όπως θέλετε πείτε το) είναι τυχαίο ή έχει κάποια αιτία. Αν έχει αιτία, μπορούμε να αγωνιστούμε εναντίον του, είναι δύσκολο να το νικήσουμε αλλά υπάρχει μια πιθανότητα, περίπου όπως δυο μποξέρ του ιδίου βάρους. Αν είναι τυχαίο, αντίθετα, την έχουμε γαμήσει. Ο Θεός, αν υπάρχει, ας μας λυπηθεί. Και σε αυτό συνοψίζονται όλα”.
'Ενα βιβλίο τεράστιο που εύχεσαι να μη σου τελειώσει ποτέ, για την ζωή και την επανάσταση, για την ποίηση και για την περιπλάνηση, για την αναγκαιότητα και το τυχαίο. Για τον έρωτα και τον θάνατο. Για το μάταιο και την αναζήτηση, για τον ίλιγγο της ζωής ή την θανάσιμη ανία. Όπου όλα είναι εδώ και αποκωδικοποιούνται αναλόγως.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ:
Ο Ρομπέρτο Μπολάνιο (Σαντιάγο Χιλής, 1953 - Βαρκελώνη, 2003), μυθιστοριογράφος και ποιητής, επέβαλε την παρουσία του μέσα σε πολύ λίγα χρόνια ανάμεσα στους σπουδαιότερους Λατινοαμερικανούς συγγραφείς. Στα δεκαπέντε του μετανάστευσε με την οικογένειά του στο Μεξικό από όπου επέστρεψε στη Χιλή το 1973 για να υποστηρίξει το κόμμα του Σαλβαδόρ Αλιέντε. Μετά το πραξικόπημα αναγκάστηκε να καταφύγει στο Μεξικό και στη συνέχεια στην Ισπανία, όπου και εγκαταστάθηκε. Τιμήθηκε με τα βραβεία «Herralde» και «Romulo Gallegos».
Από τα βιβλία του έχουν εκδοθεί στα ελληνικά οι συλλογές διηγημάτων «Πουτάνες φόνισσες» (Αγρα, 2008) και «Τηλεφωνήματα» (Αγρα, 2009) και τα μυθιστορήματα «Μακρινό αστέρι» (Καστανιώτης, 2007), «Τελευταία νύχτα στη Χιλή» (Μεταίχμιο, 2004), «Αγριοι ντετέκτιβ» (Καστανιώτης, 2009).
Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι πεθαίνοντας (στις 15 Ιουλίου το 2003, σε ηλικία 50 χρόνων, σε νοσοκομείο της Βαρκελώνης) δεν είχε προλάβει να ολοκληρώσει το μεγάλο του μυθιστόρημα “2666” και παρά την επιθυμία του να εκδοθεί σε πέντε ξεχωριστά μέρη, ο εκδότης του Χόρχε Εράλδε, με τη σύμφωνη γνώμη της χήρας του Καρολίνα Λόπεθ, χάρη της συνοχής του έργου εκδίδει σε έναν μόνο τόμο το μνημειώδες μυθιστόρημα των 1.128 σελίδων. Το μυθιστόρημα χαιρετίζεται από την κριτική ως αριστούργημα.

YG1. Ενα μυθιστόρημα που μας υποδεικνύει όσα πρέπει να αναζητά η Λογοτεχνία. Κι όμως είναι ζωή του Μπολάνιο όλα αυτά, ο Αρτούρο Μπελάνο είναι ο Ρομπέρτο Μπολάνιο! Κι όλα είναι εδώ, ζωή και ποίηση, φως και σκοτάδι, διαμάντια και στάχτες, σπαραγμός και γέλιο μέχρι εγκεφαλικού ή έστω δακρύων.

YG- SOS: Tελικά, ναι, είμαστε οι εμμονές μας! Και ο Κύκλος που επαναλαμβάνεται είτε Ζωή είναι είτε Γραφή, εφόσον αυτά τα δυο είμαστε οι ίδιοι. Ο Αλτουσέρ δεν το είπε ότι οι ψευδαισθήσεις μας είναι πραγματικότητα, τελικά; Και ο Μανόλης Πρατικάκης με ξάφνιασε απίστευτα την Κυριακή λέγοντάς μου ότι η ψυχιατρική δέχεται όχι μονάχα την έκτη αίσθηση αλλά και τον... έκτο Πλανήτη! Δεν είναι άλλος παρά ο Κόσμος των Ιστοριών, μοναδικοί του κάτοικοι, αιώνιοι εκείνοι, οι μυθιστορηματικοί ήρωες! Γι' αυτό όσοι γράφουμε, ας το προσέξουμε λίγο αυτό, με έναν περίεργο, αλλόκοτα παράδοξο τρόπο, βρυκολακιάζουν οι ήρωές μας, τεράστιοι γίνονται, δεν εκδικούνται κανέναν, εμάς εκδικούνται.

YG3: Και με αφορμή έναν θάνατο, η... μετά Θάνατον όντως Ζωή, επειδή στη σιωπή, εν τέλει, αν αναπνέει, αναπνέει, Τέχνη και Χρόνος:
“Ήταν σ' αυτόν τον κόσμο, δεν ήταν αυτού του κόσμου”, “Τζ.Ντ.Σάλιντζερ, έμβλημα μιας γενιάς”, “Το μυστήριο Σάλιντζερ” που δεν λύθηκε ποτέ, ήρθε για να επαληθεύσει φεύγοντας στα 91 του χρόνια, ότι στα σκοτεινά και στη σιωπή κτίζεται το Φως. Και ότι ενίοτε το δημιούργημα μας υπερβαίνει. Πρέπει να μας υπερβαίνει. Όπως υπερβαίνει μέσα στον Χρόνο, κάθε δημιουργό. Η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, αθάνατες, αλλά ο Όμηρος ήταν δεν ήταν ο Οδυσσέας; Το “Αναζητώντας τον Χρόνο” κερδίζει τον Χρόνο, όχι ο Προυστ. Ο Σαίξπηρ ήταν άγγλος; ιταλός που βρήκε φιλόξενη στέγη στην Αγγλία; Κι ο Πεσσόα εβδομήντα δύο ποιητικά κομματάκια- ετερώνυμοι.
Αλλά “Ο φύλακας στη Σίκαλη” ένας, ο Σάλιντζερ που έγραφε ως οφείλει να γράφει κάθε γεννημένος συγγραφέας. Αφήνοντας το δημιουργηθέν παιδί του στον Κόσμο, και γράφοντας κατ' ιδίαν, γι' αυτή καθ' εαυτή την ιαματική ηδονή της γραφής.
“Το να εκδίδω είναι μια τρομερή παραβίαση της ιδιωτικής μου ζωής. Μου αρέσει να γράφω. Το λατρεύω. Γράφω όμως μόνο για τον εαυτό μου και για την προσωπική μου ευχαρίστηση”, είπε στους New York Times το 1975 και σιώπησε. Έγινε ο ερημίτης του Νιου Χαμσάιρ.
“Από το 1953 είχε εγκαταλείψει τα γήινα”. Αλλά γήινα δεν είναι η ύπαιθρος, ο κόσμος μιας μικρής επαρχιακής πόλης που σε θεωρεί δικό του άνθρωπο, σέβεται τη σιωπή και τη στάση σου και την προστατεύει “στέλνοντας σε κυνήγι αγριόχηνας”, όσους αναζητούν αδιακρίτως να κερδοσκοπήσουν σε βάρος σου;
Ταυτισμένος με τον “Φύλακα στη σίκαλη” που δημοσιεύθηκε το 1947, “έγινε” ο επαναστατημένος Χόλντεν Κόλφιλντ παραμένοντας έφηβος για πάντα.
Γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη την Πρωτοχρονιά του 1919, έφυγε αρχές 2010, αφήνοντας μια φωτογραφία του ασπρόμαυρη, ελάχιστα διηγήματα κι ένα βιβλίο που μας αλλάζει κι αλλάζει στον Χρόνο. Ήτοι, την πεμπτουσία του συγγραφέα, που είναι η ζωή και το έργο του. Κι ίσως μια έκπληξη- δώρο στα κλειστά του συρτάρια. Όσο για τη Σιωπή του, σιωπή από σιωπή φτάνει κι ως το αντίθετο: σιωπή του σοφού, του προφήτη, του δημιουργού, του ερημίτη, αλλά κι η μπερδεμένη σιωπή, η αμήχανη, του κενού, του ενόχου, του βλάκα ή του πανούργου.

YG finale> Μπεν- Χουρ- ποστ, αλλά ίσως λείψω για όσο, όσο...

2/2/10

“Στη ζωή, όπως και στο πόκερ, τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Η μπλόφα υπάρχει παντού”

Για τον Βαγγέλη Γαρουφάλλου και την “Βασίλισσα του βυθού”


“Αγαπητή Ιουλιέτα, (134)
Δεν είμαι μαλάκας. Ξέρω πως είναι μάταιο να γράφει κανείς γράμμα σε κάποιον που είναι νεκρός, πόσο μάλλον όταν δεν το γράφει καν, απλώς το επεξεργάζεται στο μυαλό του. Καταλαβαίνουμε επομένως και οι δυο ότι είναι παντελώς αδύνατο να διαβάσεις τα όσα σου γράφω.
Παρ' όλα αυτά θα συνεχίσω αυτό τον ψυχικά ανισόρροπο εσωτερικό μονόλογο, γιατί θέλω να μοιραστώ με κάποιον τις περιπέτειες που περνάω. Καλά δεν κάνω, Ιουλιέτα μου;
Έτυχε κι εγώ να γνωρίσω τον έρωτα. Ευτυχώς όχι στη φυλακή, αλλά πολύ όμορφα, με μια κοπέλα της ηλικίας μου. Να ερωτευτώ πραγματικά. Γιατί μέχρι τότε πίστευα πως έρωτας δεν υπάρχει, Ιουλιέτα μου.
Ένα κυνικό καθίκι ήμουνα. Να όμως που μου συνέβη. Με την κολλητή μου φίλη. Τράβηξα πολλά μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι όντως την αγαπάω και δεν τη βλέπω φιλικά. Όταν τελικά το αποδέχτηκα, πέρασα μερόνυχτα ολόκληρα αγωνιώντας για το αν εκείνη θα δει αυτή την αλλαγή θετικά ή αρνητικά. Και σε αυτό το ταξίδι ήλπιζα να μάθω. Αυτό που με έκαιγε πάνω από όλα: Η περιέργειά μου για το τί συνέβαινε σ' αυτή την ιστορία. Και αυτό δεν μπορώ να το μάθω. Τη μια μου λέει πως δε με θέλει και δεν της έχει περάσει από το μυαλό, την άλλη με φιλάει και με λέει “κουφετάκι” επειδή φοράω ροζ μπλουζάκι. Εχω μπλέξει με μια σχιζοφρενή; Ιουλιέτα' πρέπει να με βοηθήσεις. Εσύ που ζεις στον κόσμο των πνευμάτων και προφανώς θα μπορείς να επηρεάζεις καταστάσεις περί τα εγκόσμια, αν με εννοείς, πρέπει να βάλεις ένα χεράκι. Να μάθεις τι ακριβώς γίνεται στο μυαλό αυτής της κοπέλας και να μου το πεις. Τώρα το με ποιον τρόπο θα το κάνεις αυτό, δεν ξέρω, αλλά μόνο μην εμφανιστείς μπροστά μου, γιατί αυτά τετ α τετ με φαντάσματα εγώ δεν τα θέλω. Αυτά είχα να σου πω. Φιλιά στον Ρωμαίο”.

Τους ανθρώπους τους αγαπάμε με μιας ή ποτέ!
Θυμάμαι ότι όταν είχα διαβάσει αυτή την φράση – την απλούστατη φράση- στην “Ξέφρενη Πορεία” του Κριστιάν Μπομπέν, αιστάνθηκα σα να μου είχε έρθει επιφοίτηση.
Με τον Βαγγέλη έτσι ακριβώς συνέβη. Μου ήταν συμπαθέστατος, με τη μια. Από την πρώτη στιγμή. Και ως πλάσμα- ο γιος που θα επιθυμούσα, ο συνεργάτης που θα ονειρευόμουν, ο νέος φίλος που θα μου έκανε την τιμή να με κάνει παρέα- και ως συγγραφέας.
Μια πρώτη γεύση ήδη την πήρατε!
Ο Μίλτος, - διπλανός μας,- πηγαίνει ταξίδι στη Βενετία με την κολλητή του με την οποία χρόοονια και παιδιόθεν είναι ερωτευμένος και που άλλοτε το ξέρει και άλλοτε δεν το ξέρει, συνευρίσκονται, ταξιδεύουν ως την Βερόνα κι επειδή άκρη δεν βγάζει γράφει ένα γράμμα στην Ιουλιέτα, μια που η Ιουλιέτα, Βασίλισσα Βικτόρια της καρδιάς του (η οποία εντελώς κυνικά στην αρχή θα του θυμίσει... στάση τρένου) του έχει κάνει την καρδιά πατίνι, το μόνο που του απομένει, είναι εκείνη η πανάρχαια, πρώτη διδάξασα, η σοφή.
Κι αν απ' το γράμμα του στην Ιουλιέτα νομίζετε ότι τα είπε όλα και ότι είναι έτσι απλά μια ερωτική ιστορία μεταξύ φίλων, έχετε πολύ γελαστεί!
Εξάλλου “ένας αγάπησε μια” δεν είναι και η Καρένινα?
Ας μη ξεχνάμε ότι ο έρως είναι υπαρξιακόν, και βαθύτατα ψυχαναλυτικόν, και μετρώ τα όριά μου είναι και... εάν σε ένα χερούλι πόρτας – όπως είχε πει εύστοχα ο Βίκτωρ Ουγκώ, κρύβεται μια ολόκληρη εποχή, πόσο μάλλον σε μια ερωτική ιστορία.
Απελπισμένη, αστεία, ευφάνταστη, αυτοσαρκαστική, και ολότελα ανοιχτή στους άλλους, στην κοινωνία, στο ταξίδι, στο ενδεχόμενο...
Μια ιστορία αγάπης με την βασίλισσα του βυθού που τον φτάνει ως τον δικό του βυθό (τον εαυτό μας αγαπάμε μέσα απ' τα μάτια του άλλου). Σε μια πολιτεία που βουλιάζει, βουλιάζει στο ίδιο της το μεγαλείο, σαν τον έρωτα, στο νερό.
Βενετία και Βικτόρια. Σαγήνη, νερό και βυθός και δυο.
Με έναν συγγραφικό τρόπο απολύτως ανατρεπτικό. Με εκείνα τα συγκλονιστικά του ιντερμέδια που τα είχε απ' τα πρώτα του διηγήματα ήδη εφεύρει (“Πρωινά ξυπνήματα”, τι ξάφνιασμα κι αυτό!) και με τα άλλα, τα εντελώς δικά του δαιμονικά εύστροφα μότο του, ολότελα δικής του κοπής (και ραφής!)

“Ο έρωτας είναι ένα παιχνίδι ποδοσφαίρου. Πρέπει να πιέζεις ψηλά, αλλά να μην ανοίγεσαι πολύ γιατί θα το φας στην αντεπίθεση” (Ροδόλφος Φαν Άμπααλεν, Ολλανδός μεροκαματιάρης προπονητής).
“Αν τραβήξεις για το βασίλειο των ουρανών, να ξέρεις πως είναι μακρύς ο δρόμος. Πάρε μαζί σου καμιά πορτοκαλάδα” (Ιωάννης ο βαδιστής, Ελληνας τζόκει επί πάγου)
“Αν όποιος χάνει στα χαρτιά κερδίζει στην αγάπη, ο Τζον Τάραμας θα έπρεπε να είναι παρθένος” (Λας Ρέγκας, μεξικάνος νεροπιστολάς)
“Όποιος είναι έξω απ' το Ζορό, πολλά τραγούδια λέει” (Παλιά Ισπανική παροιμία)
“Φούντα, φούντα, τα χρόνια που 'ντα” (Δε μαν, Τζαμαικανός ντίλερ)
“Αν πετύχει η μαλακία, τύφλα να 'χει το γαμήσι” (Πάουλο Τρομπέιρο, Πορτογάλος πιστός του αυνανισμού).
“Εγώ πότε θα γίνω μάνα;” (Έλα Νας Εγλίψο, Αφγανή τρανσέξουαλ)
“Μεγάλη τσουτσού φάε, μεγάλο λόγο μη λες” (Έντουαρντ Νόρτον Αντιβάιρους, Καναδός οδοντίατρος)
“Το τέλος θα έρθει με μεγάλες καταστροφές” (Νοστράδαμος, Διαχρονικός Παπατζής)

"Η Εύα βγήκε από το πλευρό του Αδάμ και μετά την είχε στο πλευρό του. Ποιο το νόημα;" (Σφαζ Ο' Παρθένες, Ιρλανδοισπανός σατανιστής)
"Γιαλό να πας, γιαλό να ρθεις, γιαλό να πας να γαμηθείς" (Μπάμπης Μανούρας, Ελληνας μούτσος)
"Μπεεεεεε" (Ντόλι, Πρόβατο).
“Ο έρωτας πάντα θριαμβεύει” (Κάποιος μαλάκας)

Ε εντάξει όχι και κατά όλα!
“Να πάνε στο διάολο όλοι” (Βασίλης Λεβέντης, Ελληνας πολιτικός)
“Και τώρα τρέχουμε” (Παναγιώτης Αβαβάς, Ελληνας διαιτητής)

 «Υπάρχει μια σκέψη που με γεμίζει ελπίδα.
Μια και μοναδική, για την ακρίβεια. Ότι αργά ή γρήγορα, όλοι σπανάκι θα γίνουμε».
Γλώσσα ατακαριστή, αυτοσαρκαστική, ειρωνική, ύφος ανατρεπτικό, γραφή ατμοσφαιρική με ακριβείς και λιτούς σχεδόν θεατρικούς διαλόγους, δομή ευφυής και πρωτότυπη, ένα αναγνωστικό ξάφνιασμα αυτή η πρώτη συλλογή.
Με τον τίτλο «Πρωινά ξυπνήματα» ο Βαγγέλης Γαροφάλλου σκιαγραφεί με αδρές ανατρεπτικές και αποκαλυπτικές πινελιές τη ζωή. Εφόσον το κάθε ένα «πρωινό ξύπνημα» αποτελεί κι έναν τρόπο! Μια μέθοδο. Τρόπο ή μεθοδολογία ζωής!

Θυμάμαι έγραφα ξαφνιασμένη πριν από λίγο καιρό.

Μια ανατρεπτική συλλογή ιστοριών- ξάφνιασμα, που διαθέτει στο μέγιστο: ύφος, ατμόσφαιρα, χιούμορ και αυτοσαρκασμό, πρωτοτυπία και κοινωνική κριτική. Δεν αποφεύγει τα δύσκολα, χωρίς να προσποιείται τίποτε το σπουδαίο. Μια φρέσκια, αφηγηματικά δυνατή, καινούργια, μοντέρνα, φωνή. Τα ιντερμέδια, σε ρόλο πανεπόπτη Θεού ή υποσυνειδήτου, συγγραφική σύλληψη μοναδική.
Κατέληγα.

Συγγραφικές αρετές που περιλαμβάνει στο έπακρον και το πρώτο του μυθιστόρημα “Η βασίλισσα του βυθού”. Εξάλλου πρόκειται για τρόπο σκέψης, τρόπο ζωής, ματιά ζωής. Στα συναισθήματα, στον τόπο, στην εποχή, στον χρόνο. Στην γλώσσα πάνω απ' όλα. Με έναν τρόπο σπαρταριστό και ολοζώντανο. Αυτοσαρκαστικό και τρυφερό. Διαφορετικό.

Επιτρέψατέ μου να τελειώσω με λόγια του:

“Οι κρισιμότερες στιγμές της ζωής μας είναι αυτές στις οποίες τείνουμε να τα κάνουμε θάλασσα”
Στην Πόλη του έρωτα, όπου...
“Μια πόλη που σιγά σιγά βυθίζεται, χάνεται, μέσα στο ίδιο το στοιχείο που της προσδίδει το μεγαλείο της. Το νερό. Μια υδάτινη πριγκίπισσα με προορισμό να γίνει η βασίλισσα του βυθού”.

Βικτόρια και Βενετία. Βυθίζονται στο ίδιο τους το στοιχείο που τους προσδίδει το μεγαλείο.
Βασίλισσες κι οι δυο του Βυθού.

Εξάλλου είπαμε, ή μάλλον ο συγγραφέας μας είπε:
“Στη ζωή, όπως και στο πόκερ, τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Η μπλόφα υπάρχει παντού” Ετσι ώστε “Κάθε φράση να έχει διπλή ανάγνωση. Μπορεί και τριπλή, και τετραπλή”.
Αλλά στο παιχνίδι και στον έρωτα πρέπει να ξέρει πότε πρέπει να φεύγει κανείς.

YG. Ως κείμενο το είπα στη Σβούρα κατά την παρουσίαση του βιβλίου που μου κρατούσε εκπλήξεις ευχάριστες (τον εκδότη του, για χρόνια τον εκτιμούσα χωρίς ποτέ να τον δω, για χρόνια τον έχασα και τώρα χαρήκαμε αμφότεροι που βρεθήκαμε και έχουμε και.. πρόσωπο, δηλαδή είδε επιτέλους ο ένας τον άλλον) και ένα μέρος του δημοσιεύτηκε στο Έθνος της Κυριακής.

YG2- SOS: ΕΙΜΑΣΤΕ οι εμμονές μας, αλίμονο! Για να γνωρίσεις κάποιον, αρκεί να μάθεις αυτές, αλλά δεν... Γιαυτό και... Αποκάλυψη όμως διότι μια ζωή ο ίδιος κι ο ίδιος και ο ίδιος κύκλος... Οι δικές μου εμμονές, επιθυμία και ενοχές, ο συνδιασμός του εύκολου θύματος που σκοτώνει (το θύμα πάντα) (εκτός και αν ενηλικιωθεί) (κάποτε) Αλλά το ό,τι είμεθα οι εμμονές μας, ούτε λόγος! Και όσο για την μέλλουσα ζωή, αρκεί η παρελθούσα, τα ίδια επακριβώς! Αρα...

1/2/10

Το παραβάν

“Δεν καταλαβαίνεις, το παραβάν έχει συμβολική σημασία. Γιατί εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι είχα περάσει όλη τη ζωή μου πίσω από ένα παραβάν. Κρυφοκοιτάζοντας τι κάνουν οι άλλοι, καραδοκώντας την κατάλληλη ευκαιρία. Γιατί έγινα κλέφτης; ρώτησα τον εαυτό μου. Γιατί; Γιατί;”
“Εύα” λέγεται το βιβλίο, αλλά εκεί να σκέπτομαι πόσοι από μας έχουν περάσει μια ζωή πίσω απ' το παραβάν. Με πάμπολλους τρόπους, ακόμα κι εκείνους που εξαπατητητικά δείχνουν εκτός παραβάν...
Φανταχτερά αρχίζει. Με ρεβεγιόν Πρωτοχρονιάς. Μπούκλες, φορέματα, γέλια, όλη η αφρόκρεμα του βιβλίου, συγγραφείς, εκδότες, κριτικοί, παρατρεχάμενοι, όλοι εκεί.
Και σ' ένα μπορντέλο τελειώνει. Αφού κάνει τον σκοτεινό γύρο της πιο αυθεντικής κρυφής Αθήνας. Με μια πόρνη σοφή, έναν κλέφτη φιλόσοφο- ποιητή και μια Εύα – Αλίκη στους λαβυρίνθους της ύπαρξής της.
Είχαν αποπειραθεί να την κλέψουν πριν από λίγο καιρό. Αλλ' όμως τον πρόφτασε, του πήρε τη τσάντα, “να είναι όλα εδώ” της είπε, αλλά ήταν όλα εδώ;
Ο κλέφτης της έγινε έκτοτε έμμονη ιδέα. Η ίδια έγινε ο κλέφτης, σχεδόν. 'Εως αυτό το βράδυ Πρωτοχρονιάς. Ο Εντι ο κλέφτης, δεν είναι ο δικός της, αλλά έχει αγγίξει πίσω από το δικό του παραβάν, ακριβώς όπως κι εκείνη, πίσω από το δικό της, την ίδια “λεπτή σαν τρίχα” και “σαν αχτίδα φεγγαριού” κλωστή.
“Ξέρετε πόσες φορές παρουσιάζεται αυτή η ευκαιρία σε άνθρωπο; Η ευκαιρία ν' αρπάξει αυτή την κλωστή, να την ακολουθήσει με ευλάβεια για να καταλάβει επιτέλους τι συμβαίνει; Πόσες; Δυο τρεις φορές το πολύ. Σε μερικούς καθόλου”. Κι όμως αυτή “η κλωστή μπορεί να οδηγήσει στο νόημα της ζωής. Να απαντήσει στο κορυφαίο ερώτημα: γιατί βρίσκομαι εδώ και τι θέλουν αυτοί γύρω μου;”
Κι έτσι Εύα και Εντι ο κλέφτης, από διαφορετική την πλευρά του ίδιου παραβάν, αν τελικά σταθούν τυχεροί, μια νύχτα λαμπερά σκοτεινή Πρωτοχρονιάς “μπορεί και να τα δουν όλα μέσα στο άπλετο φως”. Αν και δεν πρόκειται ακριβώς για φως αλλά και πάλι, για σκοτάδι πήχτρα. Αλλά ένα σκοτάδι πηχτά αποκαλυπτικό, κάτι που κάνει κι εκείνη, την Εύα, τόσο βασανιστικά να αναρωτιέται “σαν το λάθος να ήταν δικό της”, “σαν να έφταιγε εκείνη που της πήρε το πορτοφόλι αυτός”.
Αφού βρεθήκανε κι οι δυο αντιμέτωποι στο ίδιο παραβάν...
Στο καινούργιο της μυθιστόρημα η Έρση Σωτηροπούλου με αδυσώπητη ειρωνεία κάνει θαύματα πάλι, με ζιγκ ζαγκ στους έρημους δρόμους της Αθήνας και στην ανθρώπινη άβυσσο και καταχνιά.

YG1. Καλό και άγιο... Φεβρουάριο, ναι; Και χωρίς... παραβάν. Αρκετή συσκότιση εκ του φυσικού υπάρχει, αρκεί, εκ του περισσού όλη η άλλη...
YG2: Mohaki, μήπως να το καθιερώναμε αυτό το τσαγάκι-απόγευμα-Κυριακή; Μου είχε λείψει λέμε πολύ...
Πριγκίπισσα- Νεφέλη, η Μαίρη Πόππινς θέλει μαζί σου και με την καινούργια ομπρέλα της να πετά κάθε Σάββατο πια, ναι?

Και όσο για το “Παραβάν” δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής (άνευ) (παραβάν) (του... παραβάντος! Με τρελαίνει!)