26/12/09

"Να μην τρως την καρδιά σου"

αλλά "ό,τι αξίζει πονά κι είναι δύσκολο"...


Ερωτηματολόγιο του Προυστ

Η απόλυτη ευτυχία για σένα είναι;

Η απόλυτη γαλήνη και η απόλυτη επαφή μου- εγκατάλειψη στο Όλον. Όταν διαβάζω, γράφω, προσεύχομαι, φροντίζω τις βιβλιοθήκες και τον κήπο, παρακολουθώ τους ανθρώπους στο δρόμο πίνοντας καφέ, επισκέπτομαι μια άδεια εκκλησία, μια άγνωστη πόλη ή όταν χάνομαι στο πλήθος που διαδηλώνει. Όταν κοιτώ την θάλασσα ή το βουνό.

Τι σε κάνει να σηκώνεσαι το πρωί;

Μια ιστορία που έχει μείνει μισή (σε βιβλίο ή στην άσπρη σελίδα).

Η τελευταία φορά που ξέσπασες σε γέλια;

Με τα χάλια μου, πριν από λίγο.

Το βασικό γνώρισμα του χαρακτήρα σου είναι;

Η εγγενής προδιάθεση να σώσω, να προστατεύσω, να προλάβω αλλά εις μάτην, ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει. Μόνον όταν είμαι η ενδιάμεση, ίσως κάτι θα κάνω κι εγώ.

Το βασικό ελάττωμά σου;

Ο,τι όλα εξαρτώνται από μένα! Από μένα σώζεται ή καταστρέφεται ο κόσμος, μεγάλη μωρία αλλά και μάταιος μέγας παιδιάστικος εγωισμός.

Σε ποια λάθη δείχνεις τη μεγαλύτερη επιείκεια;

Στα… ερωτικά! Λειτουργεί ο παιδικός, ζαβός, σκοτεινός εαυτός μου. Γενικώς, ως επιρρεπής στα λάθη, έχω μεγάλη ανοχή και συγχωρώ. Με τους αλάθητους αισθάνομαι κάπως.

Η τελευταία φορά που έκλαψες;

Χθες βράδυ, όταν θυμήθηκα ότι τώρα είναι μακριά μου αλλά στον Θεό. Για μένα, πάλι. Την γήινη τόσο…

Με ποια ιστορική προσωπικότητα ταυτίζεσαι περισσότερο;

Με την… Ιωάννα της Λωραίνης (ω ναι, ακούω… φωνές) (δεν θα ‘γραφα αλλιώς). Αλλά θα ήθελα να σας απαντούσα Ρόζα Λούξεμπουργκ.

Ποιοι είναι οι ήρωές σου σήμερα;

‘Οσοι ζουν στον κόσμο τους και την δική τους ζωή. Αυτοί που επιμένουν σε υπαρξιακή κρίση όταν όλοι οι άλλοι την βιώνουν ως οικονομική.

Ποια είναι η ταινία που σε σημάδεψε;

Ο «Στάλκερ» του Ταρκόφσκι, μου όρισε την δική μου Απαγορευμένη Ζώνη Επιθυμιών και την λαχτάρα μου να κατορθώσω να την περάσω (με κάθε τίμημα).

Το αγαπημένο σου ταξίδι;

Θα έλεγα Αγία Πετρούπολη ή Παρίσι, έχω περάσει όμορφα, Αργεντινή που ονειρεύομαι και Μεξικό που μου υποσχέθηκαν αλλά δεν με πήγαν ποτέ, όμως είναι τόση η οικειότητα του Λονδίνου και ειδικά εκείνη της αγγλικής εξοχής, σα να έχω ζήσει εκεί έτη και έτη εν ειρήνη και εν θυέλλη…

Οι αγαπημένοι σου συγγραφείς;

Μπόρχες, Ντοστογιέφσκι, Κάφκα, Καμύ, Γιουρσενάρ, Εμιλυ Ντίκινσον, Σύλβια Πλάθ, Μαγιακόφσκι, Βιρτζίνια Γουλφ…

Ποια αρετή προτιμάς σε έναν άντρα;

Την εντιμότητα, την καλοσύνη, το χιούμορ. Το τελευταίο, πολύ. Είναι σημάδι ευφυίας. Το να είναι… πατρικός (ή να μου θυμίζει τον μπαμπά μου) γενικώς.

…Και σε μια γυναίκα;

Την καλοσύνη, την ευθύτητα (απεχθάνομαι τα γυναικεία κόλπα και την κλάψα), την… μαμαδίστικη ευθύνη και το χιούμορ (είναι επανάσταση το χιούμορ, ειδικά στην δική μας εποχή, απεχθάνομαι το σοβαροφανές, στερείται σοβαρότητος, νομίζω)

Ο αγαπημένος σου συνθέτης;

Ο Ραχμάνινωφ, ο Χατζιδάκις, η Καραίνδρου.

Το τραγούδι που σφυρίζεις κάνοντας ντους;

Κάτι σαχλά παιδικά τραγουδάκια σοφά που λατρεύω! Περνά- περνά η μέλισσα… Η μικρή ελένη/ κάθεται και κλαίει… και γελώ!

Το βιβλίο που σε σημάδεψε;

Τα «Γράμματα στον πατέρα» του Κάφκα, η «Αννα Καρένινα» του Τολστόι, «Η απορία του Αβερρόη» του Μπόρχες, ο «Ηλίθιος» του Ντοστογιέφκσι, «Η Αλίκη στη χώρα των Θαυμάτων» του Λιούις.

Ο αγαπημένος σου ζωγράφος;

Ο Μαrγκρίτ, ασυζητητί. Για το παιχνίδι με τα κάτοπτρα, ένας πίνακας μέσα στον πίνακα μέσα στον πίνακα. Και ο Χόππερ, για τη μελαγχολία και τη μοναξιά. Που υπάρχει στα έπιπλα, στον λιτό ορίζοντα, στο μισοάδειο μπαρ, στο βλέμμα…

Το αγαπημένο σου χρώμα;

Το μαύρο, από παιδί. Μεγάλη γοητεία, παρότι με το κόκκινο πενθώ, ποθώ…

Ποια θεωρείς ως τη μεγαλύτερη επιτυχία σου;

Το ότι γερνάω επιτυχώς, ολότελα ανοιχτή στο ενδεχόμενο.

Το αγαπημένο σου ποτό;

Το κονιάκ. Και το νερό (σε απευθείας σύνδεση με τη βρύση ένα πράγμα). Το γάλα (βράδυ, πρωί, σαν μωρό).

Για ποιο πράγμα μετανιώνεις περισσότερο;

Για όσα δεν τόλμησα (ελάχιστα). Για τους μάταιους νεανικούς φόβους.

Τι απεχθάνεσαι περισσότερο απ’ όλα;

Την αχαριστία, τους διπρόσωπους.

Ποια είναι η αγαπημένη σου ασχολία;

Τα βιβλία (θα μπορούσα να γράφω και να διαβάζω μια ζωή κι εδώ και στην άλλη και στην όποια ζωή).

Ο μεγαλύτερος φόβος σου;

Μη μου πονέσουν ή μου φοβηθούνε οι αγαπημένοι. Και ο φόβος του φόβου (πολύ ταπεινός, παντελώς μάταιος και ταπεινωτικός).

Σε ποια περίπτωση επιλέγεις να πεις ψέματα;

Για να μην πληγώσω τον άλλον. Αλλά η αλήθεια, πάντοτε σώζει (νομίζω).

Ποιο είναι το μότο σου;

"Είμαστε σαν την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων που στην ερώτηση της κάμπιας "ποια είσαι;" απαντάει: "Δεν ξέρω, κύριε. Ξέρω τουλάχιστον ποια ήμουν όταν ξύπνησα το πρωί, αλλά νομίζω πως έχω αλλάξει πολλές φορές από τότε" (Χ.Λ. Μπόρχες, σταθερά).

Πώς θα επιθυμούσες να πεθάνεις;

Όπως μου αξίζει! (περίεργη είμαι!)

Εάν συνέβαινε να συναντήσεις το Θεό, τι θα ήθελες να σου πει;

Τίποτε. Μου αρκεί το ότι υπάρχει. Αυτό όλα θα μου τα πει.

Σε ποια πνευματική κατάσταση βρίσκεσαι αυτόν τον καιρό;

Γαλήνιας ανακατάταξης. Σα να αλλάζω δέρμα ένα πράγμα αλλά μετά πάσης περιεργείας και αποδοχής. Όλα άνω – κάτω και η καρδιά ορθή.

Ευχαριστώ πολύ!

ΥΓ. 'Οταν μου ζητήθηκε από τον διαδικτιακό μου φίλο Αντώνη - Μάριο να απαντήσω, το πρώτο που σκέφτηκα ήταν ναι, τώρα πού να απαντώ! Το δεύτερο, ότι δεν ήθελα να σκαλίσω και πάλι την ψυχή μου (γι' αυτό άλλωστε δεν απέφευγα και τον τελευταίο καιρό να γράψω?) Κι ύστερα ήταν κι εκείνο το "Τρωκτικό", δεν ξέρω γιατί μου θύμησε τον υπέροχο τίτλο στα ποιήματα του Μιχάλη "Να μην τρως την ψυχή σου", αλλά εκείνο που επικράτησε ήταν, μέρες που είναι, τελικά, ας την τρως για να ξέρεις πώς είναι.

Πάντοτε τέτοιες μέρες ο χρόνος μου μπαίνει λες σε καθρέφτες. Οι άλλοι κι εγώ. Εγώ και οι άλλοι. Ε φέτος ας πάω χωρίς αναισθητικό, ολότελα ανοιχτή στο ενδεχόμενο, όπως μ' αρέσει να υποστηρίζω.

Δεν βρήκα καλύτερο τρόπο να σας ευχηθώ Χρόνια Πολλά, από τον εαυτό μου σε εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς, τη σχέση μαζί του, μαζί σας,

ολότελα ανοιχτή στο ενδεχόμενο.

Και στην καινούργια χρονιά. Με ό,τι φέρει. Εξάλλου εδώ είμαστε εμείς, να χτίσουμε πάνω σ' αυτά ή να τα τινάξουμε σαν άμμο ενοχλητική ή σκόνη από τα παπούτσια, τα ρούχα και την καρδιά μας. Και ας πονάει. Αλωστε "ό,τι αξίζει πονά, κι είναι δύσκολο" (Μάρω? Διότι μπορεί να το τραγουδούν οι Πυξ Λαξ αλλά τόγραψε η Μάρω. Σαν την τελική υπογραφή - και την αρχική- στα λάθη των άλλων που εμείς επιτρέψαμε να μας πονέσουνε τόσο).

Καλό κι Ευλογημένο 2010 και ας την τρώμε την καρδιά μας, να μη την λερώνουμε όμως...

Χρόνια Πολλά και Συνειδητά διότι υπάρχουν και έτη ως μη βιωμένα... Σας φιλώ στις μουρίτσες σας, έναν ένα, μια μια χωριστά, κι ευχαριστώ για την αγάπη, τη φιλία..

Και την Χαρά Παπαδημητρίου - Μπιρμπίλη ξεχωριστά ευχαριστώ για το εξώφυλλο και τις φωτο - η οποία παίζοντας με τις μάσκες και τους καθρέφτες μου επέτρεψε στο "Γράμμα που λείπει" να ξαναδώ την ψυχή μου. Και να αντεξω το καινούργιο μου πρόσωπο έτσι όπως το είδα και πάλι, ανοιχτό στον κίνδυνο, στην χαρά, στη προδωσία, την προσμονή, στο ενδεχόμενο...
Χαρούλα μου, δεν βρίσκω λόγια (δεν βρήκα κι εκείνο το γράμμα...)

3/12/09

Μονάχα ένας σβώλος χώμα?


Εάν το είχαμε εφεύρει, όλα θα είχαν νόημα. Εάν υπήρχε, θα υπήρχε ελπίδα. Εάν το είχαμε γυρέψει, όλα θα ήταν δρόμος. Και αν το βρίσκαμε, θα λύναμε το αίνιγμα. Θα είχε άρει την θνητότητα, δεν θα βιώναμε την απώλεια στον έρωτα, το απόλυτο θα έβρισκε σχήμα και πρόσωπο και εμείς δεν θα είμαστε μονάχα ένας σβώλος χώμα. «Τ’ απόκρυφο κλειδί των χρόνων που ‘ζησα», «το γράμμα που λείπει» με το τέλειο σχήμα. «Το γράμμα που γνώριζε ο Θεός απ’ την αρχή», το άγνωστο αλλά όντως υπάρχον προαιώνιο γράμμα. Αν το ‘χα βρει, θα σ’ έσωζα. Θα είχα διασώσει έστω το Πρόσωπό σου.
Μετά το Μι που όλα είμαι μέλι και μαχαίρι,
Το Έψιλον που είναι έρως και ερημιά,
Το Σίγμα, σώμα και σταυρώθηκα,
Το Θήτα, θάνατος και θαύμα,
Το Άλφα, άλμα και αρχή αέναη,
«Το γράμμα που λείπει» κι όλοι υποψιαζόμαστε’ αλλά δεν το ψέλλισε κανείς ακόμα.

YΓ. Αλλά με βοήθησε πολύ η Χαρά με τις εικόνες της, και για κάποια εποχή παρηγορηθήκαμε πως κάτι βρήκαμε (λίγο θαρρείτε την ψευδαίσθηση?)

YΓ2. Να σε ξανακερδίσω θέλω’ γι’ αυτό γράφω
1
“Θα μείνω δίπλα”, έτσι μου είπαν. Σ’ ένα μικρό ξενοδοχείο, εξίσου παλιό. «Καλύτερα» σκέφτηκα “που δεν θα με βαραίνουν κι αναμνήσεις”. Κι ούτε νανάκια μπρελόκ, ούτε φαγάκια, ούτε αρώματα, ούτε αφές.
Αυτή τη φορά θα παραμείνω νηφάλια. Χωρίς μάταιες συγκρούσεις. Και δίχως δεύτερη σκέψη, βουτήχτηκα σε ένα πάπλωμα- σύννεφα, και να ‘μαι που ήρθα.
Είχα πολλά χρόνια να σε δω’ και σε φοβόμουν.
Τον εαυτό μου, δηλαδή, φοβόμουν περισσότερο, με τόσες στρώσεις μαύρης σοκολάτας πάνω, με όλες αυτές τις χρονομετρικές ρυτίδες.
Ξέρεις, εγώ στην Αθήνα το έτρεξα το κοντέρ.
Αλλά φοβόμουν και το πώς θ’ αντιδράσω. Ανάβουν οι στάχτες, συχνά κρύβουνε κάρβουνα. Το νου, να σε προσέχω!
Τρέμαν τα πόδια μου όσο ερχόμουνα. Ποιος μπορεί εύκολα να αναμετρηθεί με τη ζωή του.
Κι εσύ, είσαι τα νιάτα μου. Τι λέω, κι η σκέψη σου, ως τα γεράματα. Με τα χείλη και με τα χέρια σου επιθυμώ να βαδίσω. Από μακριά. Ίσως και να ‘ναι καλύτερα.
Όπως και να ‘ναι, επιστρέφω.

2
Το πρώτο που συνάντησα ήταν το φρούριο. Κατόπιν το χαρούμενο πανηγύρι της πλατείας. Κι ύστερα ο δρόμος μας. Το καινούργιο μου σπίτι ένα παλιό φρεσκοβαμμένο ροζ ξενοδοχείο σαν κουφέτο.
Το δωμάτιο, ειδική παραγγελιά να βλέπει ιππότες. Κάστρα, μπαλόνια, ένα χαρούμενο ανθρωπομάνι, ένα καντούνι, ώχρα, κεραμμοσκεπές. Αφέθηκα. Στις νέες τους φροντίδες παιδικά αφέθηκα. Ό,τι κι αν δω, τ’ ορκίστηκα, δεν θα τρομάξω. Εξάλλου κάπου εκεί στο παρελθόν είσαι κι εσύ.

3
Και στο παρόν μου είσαι. Υπήρξες! Δεν το φαντάστηκα, έτσι? Ούτε «Τα γράμματα στη Λίλια» φαντάστηκα. Και τη συγκίνηση την ένοιωσα στο βλέμμα.
“Το σύννεφο με τα παντελόνια”, εγώ στο έδωσα. Επέμενες. Δεν θα αντιδικήσω. Εσύ μου το ‘στειλες, εγώ το φρόντισα, αυτά “τα γράμματα” στοιχειώσαν τη ζωή μου.
Υπάρχεις!
Υπήρξες και θα υπάρχεις κι ας χάνομαι κι ας χάνεσαι. Όσο θα υπάρχει ανελέητο άσπρο χαρτί για μένα.

4
Το βράδυ στη γιορτή άστραφτες μεσ’ τα μαύρα. Κι εγώ έκλαιγα. Έσβηνε η θάλασσα στο βάθος κι ερχότανε η δύση με όλο της το φέγγος. Εικοσιπέντε χρόνια, μια ζωή, δεν είναι λίγα!
Γράφω για να νικήσω την απώλεια’ κορόιδευα. Τον εαυτό μου πρώτα κι ύστερα τους άλλους.
Να σε ξανακερδίσω θέλω, γι’ αυτό γράφω. Να μη σε χάσω, μη σε ξεχάσω’ να μη χαθώ.
Μόνο κοιτώντας σε βλέπω το πρόσωπό μου.

5
“Ανεπίδοτοι”, λέει. Πώς “αγκαλιάστηκαν λάθος”. Πως θα ‘θελα απόψε να μου κάνεις μιαν αγκαλιά. Όπως και να ‘χει, όσα χρόνια και να περάσουν, πάντοτε Βλαδίμηρο θα σε φωνάζω. Όσο για σένα, φώναζέ με όπως θες.
Αλλ’ επί του παρόντος θα πρέπει κι αυτή τη φορά να σ’ αποχαιρετήσω, χαιρετώντας. Όπως αυτό το “Χαίρε” της Θεοτόκου και των χαιρετισμών. Μ’ ευγνωμοσύνη πάντα που, ως παραμύθι έστω, υπήρξες. Για μια ολόκληρη ζωή’ όπως Παραμυθία Ζωής.

6
Θα φύγω αύριο. Αλλά “τα νέα απ’ το αιώνιο” τα δέχτηκα. Τα φώτα έπεσαν για άλλη μια φορά επάνω σου. Κι ο κεραυνός χτύπησε στο μελάνι γράφοντας τα χέρια σου. Δεν γράφουμε επειδή είμαστε ανίκανοι να ζήσουμε, αλλά για να τον νικήσουμε τον καιρό, εν τέλει.

7
Και ό,τι και να λέω, όσο να το φοβάμαι κι ας το μετανιώσω, υπήρξες! Και ας αναρωτιέμαι. Έρχομαι εδώ επειδή υπήρξες.
Κι αυτό το ποίημα το γράψαμε εμείς οι δυο.

Κυριακή 4 παρά τέταρτο, Arcadion, Κέρκυρα
9 Απριλίου 2006,
του Μάκη πάλι, όποτε έρχομαι στην Κέρκυρα

1/12/09

Οι σπασμένοι κανόνες

«Τα φιλιά σου είναι φωτιά,

Το κορμί σου, πυρκαγιά,

Μεσ’ τα μάτια σαν με κοιτάς,

Ανάβει ο σεβντάς…»

Γιατί, όταν τ’ ακούω από τον Αγγελόπουλο εκνευρίζομαι, και τώρα ριγώ με την φωνή της κι αυτήν απέναντι;

Γιατί, ενώ μου κατακερματίζει το «Amsterdam” του Ζακ Μπρέλ, είναι σα να τ’ ακούω για πρώτη φορά; Πώς γίνεται, κάθε φορά που την ακούω στο “Gloomy Sunday” να με καθηλώνει;

Είναι Τρίτη βράδυ, πρέπει να έχω πάνω από 38, 39 πυρετό, στο Παλλάς, κι έχει περάσει από την προηγούμενη φορά που την είδα ακριβώς στον ίδιο χώρο, περίπου ένας χρόνος.

Έχει παχύνει εμφανώς. Και κάτι δεν πάει καλά στα ηχητικά εμφανώς, είπε δυο τρεις φορές «φακ» στο πιάνο.

Κι όμως, γιατί όσο κρατά το τραγούδι, εγώ ξεχνάω να βήξω;

Πώς κατορθώνει να σταματά τον χρόνο κι ούτε ένας δεν θέλει να τελειώσει κάποια στιγμή όλο αυτό;

Η Diamanda Galas, με μανιάτικες ρίζες και κανόνες – μετά τον θάνατο του αδελφού της από έιτς- σπασμένους, άρχισε να κάνει πια την δική της προσωπική μουσική, ακολουθώντας έναν μοναχικό και απάτητο δρόμο.

Πριν απ’ αυτό το καθοριστικά μοιραίο γεγονός, ήταν μια από τις σημαντικότερες σολίστες πιάνου στον κόσμο. Με φωνή Θεού ή θηρίου που δεν αρκούσαν για να μετρηθεί όλης της κλίμακας οι οκτάβες.

Μετά απ’ αυτό, η μουσική και η φωνή, ο κόσμος της, τόσο μοναδικά κατακερματισμένος.

Τραγουδούσε μόνον όσα την ενέπνεαν. Μελοποιούσε, όσα την καίνε. Άλλοτε λύκαινα στην αρρένα, κάποτε κόρη φεύγουσα που θρηνεί κι αποχαιρετά: με μανιάτικα μοιρολόγια και με τραγούδια ερωτικά την απώλεια.

Την απώλεια, που η ίδια εδώ στο Παλλάς φαίνεται να έχει υποδεχθεί πριγκιπικά. Κατορθώνοντας το ασύλληπτο, τελικά, στο τραγούδι: μια γυναίκα με μαύρα κι ένα πιάνο με ουρά, να υλοποιεί λέξεις και νότες. Γιατί όταν η Diamanda λέει «καίγομαι» σ΄αγγίζει η φλόγα. Κι ας είναι άγνωστη γλώσσα- λέξη για σένα. Κι όταν τραγουδά «θάλασσα πλατιά», σε παίρνει το κύμα.

Κι όσο περνά ο καιρός, φαίνεται να το κατορθώνει το ακατόρθωτο, τελικά.

Ναι, τώρα που το σκέφτομαι δεν ανάσανα καν, όσο διήρκεσε όλη αυτή η μυσταγωγία. Στο δρόμο για την επιστροφή, έβηχα συνεχώς. Εξόριστη λες από μουσική Κόλαση ή Παράδεισο.

Δημοσιεύτηκε στο Έθνος της Κυριακής

Υγ. Ντιάκι- Penelope και Ιουστινάκι, σχόλια δεν θέλατε? Ε ανοίξαμε, κάνετε παιχνίδι!
Ριτς??? Κατερίνα? Μόχα, έγραψες χρυσό μου?