18/6/07

Μια οπτασία που κανείς δεν θα συλλέξει


Για έναν φίλο που έφυγε, αλλά πάντοτε φίλος μου θάναι!
για τον Reader’s- diggest
που γνώρισα παράδοξα (και… βίαια, από διαδικτυακή διαφωνία) και έγινε ο καλύτερος φίλος μου. Παραμένει ο καλύτερος φίλος μου. Εις το διηνεκές θα είναι καλός φίλος μου. Κάπως σαν την εφεύρεση του Μορέλ που ακολουθεί, εφόσον μαζί του έζησα το απίθανο μιας διπλής, κάποια στιγμή, επικοινωνίας. Με όλα τα ονόματά μας και μ’ όλα μας τα πρόσωπα. Να ‘ναι καλά ό,τι κι αν αποφασίζει, ό,τι κι αν κάνει. Όντας απόλυτα σίγουρη ότι αυτό εδώ το κειμενάκι θα το νοιώσει ακόμα κι αν δεν το δει. Ακόμα κι αν έχει αποφασίσει να μην ξαναμπεί ποτέ σε αυτό τον χώρο που εκείνος με ενέπλεξε. Διότι δίχως τον Reader μπορεί να μην είχε καν υπάρξει άλεφ!
Ο Reader και ο Librofilo ευθύνονται απολύτως για την γέννηση αυτής της αντιπαθητικής. Και για τη διαδικτυακή… τιμή της, βέβαια, ο Moha.

«Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ» του Αδόλφο Μπιόυ Κασάρες, Μετάφραση από τα ισπανικά: Αχιλλέας Κυριακίδης, Εκδ. «Πατάκη».

“Για έναν κυνηγημένο, για σας, μόνο ένας μέρος στον κόσμο υπάρχει, μα δε ζει κανείς εκεί. Είναι ένα νησί. Γύρω στο 1924, κάποιοι λευκοί έχτισαν εκεί ένα μουσείο, ένα παρεκκλήσι και μια πισίνα. Τα έργα αποπερατώθηκαν και εγκαταλείφθηκαν»…
Υπάρχει, όμως, ένα «έργο» που δεν αποπερατώθηκε και δεν είναι εγκαταλείφθηκε ποτέ. Διότι «Η εφεύρεση του Μορέλ» επιζεί των πάντων’ εις το διηνεκές μπορεί να προβάλλεται. Και όσον αφορά την εικονική πραγματικότητα ως εύρημα, αλλά και το διαχρονικό του θέματος και της αξίας του ομώνυμου βιβλίου.
Το υπογράφει ο Αδόλφο Μπιόυ Κασάρες, επιστήθιος φίλος του Χόρχε Λουίς Μπόρχες, ο οποίος υπογράφει και τον πρόλογο. Γράφτηκε το 1940 και, παρότι μπορεί να διαβαστεί σαν ένα συναρπαστικό θρίλερ, αντιμετωπίστηκε περίπου ως προφητεία ή χρησμός, διότι αναφερόταν «με δραματική διορατικότητα στη σημερινή κυριαρχία του οπτικοακουστικού, στην υποταγή των ιδεών στην παντοδυναμία της εικόνας».
Το βιβλίο επανακυκλοφόρησε φέτος απ’ τις εκδόσεις «Πατάκη», από τις ίδιες εκδόσεις έχει ήδη κυκλοφορήσει το μυθιστόρημά του Κασάρες «Σχέδιο Διαφυγής».
Στην «Εφεύρεση του Μορέλ» ο ήρωας είναι ένας δραπέτης, ένας κυνηγημένος. Το πού έχει φταίξει ή το γιατί τον κυνηγούν, δεν θα το μάθουμε ποτέ, εξάλλου δεν είναι αυτό το θέμα. Ενας άνδρας διωκόμενος για να γλιτώσει απ’ τους διώκτες του, μπορεί να καταφύγει παντού, ακόμα και στο νησί του… διαβόλου. Σε εκείνο τον έρημο τόπο όπου κανείς δεν τολμά να πλησιάσει παρά μόνον αυτός, διότι παραμονεύει εκεί η εστία μιας αρρώστιας μυστηριώδους, που σε «σκοτώνει απ’ έξω προς τα μέσα», «πέφτουν τα νύχια, πέφτουν τα μαλλιά, νεκρώνονται το δέρμα και οι χιτώνες των ματιών», το σώμα ζει οκτώ, δεκαπέντε μέρες!
Εκείνου όμως «η ζωή ήταν τόσο αφόρητη» που αποφασίζει να πάει.
Αλλά θα τον περιμένει μια μεγάλη έκπληξη εκεί. Διότι και πολλοί άνθρωποι έχουν επίσης, αποφασίσει κι έχουν πάει. Βρίσκονται κι άλλοι πολλοί σ’ αυτό το καταραμένο νησί. Και μέσα σ’ όλους αυτούς και μια γυναίκα, η Φοσίν. «Φορά στο κεφάλι μια παρδαλή μαντίλα’ έχει τα χέρια της πλεγμένα γύρω από το ένα γόνατο’ το δέρμα της το ‘χουν χρυσώσει ήλιοι πριν τη γέννησή της’ απ’ τα μάτια της, τα μαύρα της μαλλιά, το μπούστο της, μοιάζει με κάτι τσιγγάνες ή Σπανιόλες σε ζωγραφιές της κακιάς ώρας». Ετσι τώρα πια «Κάθε απόγευμα, μια γυναίκα κάθεται στα βράχια και κοιτάζει το ηλιοβασίλεμα». Λίγο πιο κει μαγεμένος θα κάθεται κι αυτός.
Το παράδοξον του όλου θέματος θα αρχίσει να διαφαίνεται από τη στιγμή που θα αποφασίσει να εκδηλώσει τον έρωτά του προς αυτή. Η γυναίκα μοιάζει να μην τον… βλέπει. Αλλά ούτε κι ο αντίζηλός του, ούτε και άλλος κανείς!
Μέχρι να βγάλει άκρη, έβαλε με το νου του πολλά: ότι άρπαξε πια την περιβόητη αρρώστια και έχει παραισθήσεις. Πως ο νοσηρός αέρας και η κακή διατροφή τον έχουν κάνει αόρατο. Ότι είναι όντα άλλης φύσεως, άλλου πλανήτη. Πως όλα αυτά είναι όνειρο μέσα σε όνειρο. Ότι οι παρείσακτοι είναι «μια παρέα νεκροί φίλοι” και το νησί, το καθαρτήριο ή ο παράδεισός τους…
Μέχρι που πια μαθαίνει είναι ένα… πείραμα μονάχα όλα αυτά! Τα αποτελέσματα της εφεύρεσης του Μορέλ και η Φοσίν του μόνον μια εικόνα!
Αλλά ερωτευόμαστε ενίοτε και ένα φάντασμα. Ή μάλλον, όποτε ερωτευόμαστε, έτσι ή αλλιώς, μονάχα το φάντασμα του άλλου ερωτευόμαστε.
Κι όμως αυτός ο κυνηγημένος άντρας αγαπά με πάθος μια Φονσίν ή οποία μπορεί να έχει ήδη πεθάνει, γνωρίζει καλά «πως δεν υπάρχει άλλη Φονσίν παρά μόνον αυτή η εικόνα» για την οποία αυτός δεν υπάρχει!
Ο μόνος τρόπος προσέγγισης θα είναι η μηχανή του Μορέλ. Αυτή η απίθανη εφεύρεση που εξασφαλίζει την εικόνα σου εις το διηνεκές εξαφανίζοντας εσένα.
Για να βρεθεί με την Φονσίν «σε μια οπτασία που κανείς δεν θα συλλέξει», θα δώσει τα πάντα, και την πραγματικότητά του ακόμα. Διότι «η χαρά του να κοιτάζει την Φοστίν> όπως θα πει «θα είναι το μέσον στο οποίο θα ζήσει την αιωνιότητά του».
Ένα μικρό αριστουργηματικό βιβλίο που είναι, εντέλει, πολλά: ένας μελλοντικός εφιάλτης, ένα επιστημονικό και υπαρξιακό θρίλερ, ένα μακάβριο, μαγευτικό, αλληγορικό παραμύθι, μια ιστορία αγάπης παράδοξης, η εικασία μιας φρικτής υπόνοιας, ότι όλα μπορεί να είναι όνειρο μέσα σε όνειρο ή το όνειρο Κάποιου.
Το αμετάβλητο της περίπτωσης, η ανατριχιαστική παντοδυναμία της εικόνας: πάνω από την πραγματικότητα και πέρα από την ύπαρξη.
Κι όλα αυτά, με ανάσες και λέξεις μετρημένες, καλοκαρφωμένες, καθοριστικές. Και μια πλοκή που σε εντάσσει στην εφεύρεση, θέλεις δεν θέλεις.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:
Ο Αργεντινός συγγραφέας Αδόλφο Μπιόυ Κασάρες (1914- 1999) γεννήθηκε και πέθανε στο Μπουένος Άιρες.
Εγραψε τα μυθιστορήματα:
«Η εφεύρεση του Μορέλ» (1940),
«Σχέδιο διαφυγής» (1954), Εκδ. Πατάκη, σε μετάφρ. Παύλου Μάτεσι).
«Το όνειρο των ηρώων» (1954) κ.α.
και τα διηγήματα «Η ουράνια πλεκτάνη» (1948),
«Θαυμαστή ιστορία» (1956),
«Ο ήρωας των γυναικών» (1978),
«Βίαιες ιστορίες» (1986) κ.α.
Με το στενό του φίλο Χόρχε Λουίς Μπόρχες συνυπέγραψαν – είτε με τα πραγματικά τους ονόματα είτε με πομπώδη ψευδώνυμα, προιόντα παιγνιωδών συνδυασμών προγονικών τους επωνύμων (Ονόριο Μπούστος Ντομέκ, Μπ. Σουάρες Λιντς)- σενάρια, ανθολογίες, αστυνομικές ιστορίες και σπαρταριστές σάτιρες του μοντερνισμού.
Δυο χρόνια μετά το θάνατο της αγαπημένης του συντρόφου, της Αργεντινής συγγραφέα Σιλβίνα Οκάμπο, κυκλοφόρησε η πολύχρονη αλληλογραφία τους, ένα εντυπωσιακό «φρέσκο» του πνευματικού Μπουένος Άιρες (Ταξιδεύοντας, 1996).
Ο Κασάρες τιμήθηκε το 1975 με το Ανώτατο Βραβείο της Εταιρείας Αργεντινών Συγγραφέων (SADE), το 1981 με το παράσημο της Γαλλικής Λεγεώνας της Τιμής και το 1991 με το Βραβείο Μιγκέλ ντε Θερβάντες.



Πάντα θα υπάρχει μια φράση που θα με πηγαίνει κάπου.Εδώ με πηγαίνουν όλα στον Rod Dougan. Λίγο η ιστορία που με πήγε στο Matrix, οπότε και στον Dougan και μετά όλα αυτά που της λέει στο Nothing at all:

Let the whole world fall away
And fall into my arms
Stay with me
I don't know how long we've got left
And so I'm asking you
To forgive me
I learn as I go
To float far away
Into silence
And just watch your face
And find some kind of grace
In that quiet bliss

Where will we go when we get old
When the bustle and the noise
Get too frightening
When each and every angry word
Is banished to the past
That's when I think...
We'll learn as we go
To float far away
Into silence
And I'll watch your face
And read of patience and grace
In each line there

Will you walk into this grave with me
Will you leave this empty world
Soft and wistful
To sink into the dark, dark earth
And never reappear would be blissful
To float far away
Into eternal space
And God's silence
Where I'll watch your face
And find patience and grace
In each line there

Can I stay and say nothing at all.
Work each day, all for nothing at all.
The few words I say mean nothing at all.
Drift away into nothing at all.
Find the grace to be nothing at all.
Fade away and end up nothing at all.


Moha